ὀχλίζω: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
(3b) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀχλίζω:''' (эп. 3 л. pl. aor. opt. [[ὀχλίσσειαν]]) поднимать (с помощью рычага) (τὸν λᾶαν ἀπ᾽ [[οὔδεος]] Hom.). | |elrutext='''ὀχλίζω:''' (эп. 3 л. pl. aor. opt. [[ὀχλίσσειαν]]) поднимать (с помощью рычага) (τὸν λᾶαν ἀπ᾽ [[οὔδεος]] Hom.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὀχλίζω]], [[ὄχλος]] = μόχλος]<br />to [[move]] by a [[lever]], to [[heave]] up, τὸν [λᾶαν] οὔ κε δύ' ἀνέρε [[ὀχλίσσειαν]] Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:50, 10 January 2019
English (LSJ)
A move by a lever, heave up, τὸν [λᾶαν] οὔ κε δύ' ἀνέρε . . ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν Il.12.448; οὐκ ἂν τόν γε [θυρεὸν] δύω καὶ εἴκοσ' ἄμαξαι . . ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν Od.9.242; [νήσους] ἐκ νεάτων ὤχλισσε Call.Del.33; νῆα διὲκ πέτρας A.R.4.962, etc.: for Nic.Al.226 v. διοχλίζω. II ὀχλιζομένων: συναγομένων, Hsch.
German (Pape)
[Seite 430] = ὀχλεύω, 1) mit einem Hebel heben und wegschaffen, übh. mit Mühe fortschaffen, οὐκ ἂν τόν γε δύω καὶ εἴκοσ' ἅμαξαι – ὀχλίσσειαν, Od. 9, 242; τὸν (λίθον) δ' οὔ κε δύ' ἀνέρε ῥηϊδίως ἐπ' ἄμαξαν ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν, Il. 12, 448; sp. D., wie Orph. Arg. 236; στόμα ὀχλίζειν, den Mund mit Gewalt aufbrechen, Nic. Al. 225. – 2) (ὄχλος) das Volk zusammenrotten, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχλίζω: μέλλ. -ίσω, κινῶ διὰ μοχλοῦ, ἀνακινῶ, ἀνυψῶ, μετακινῶ. τὸν [λᾱαν] οὔ κε δύ’ ἀνέρε… ἀπ’ οὔδεος ὀχλίσσειαν Ἰλ. Μ. 448 οὐκ ἂν τόνγε [θυρεὸν] δύω καὶ εἵκοσ’ ἄμαξαι.. ἀπ’ οὔδεος ὀχλίσσειαν Ὀδ. Ι. 242· ὀχλ. [νήσους], ἐκ νεάτων Καλλ. εἰς Δῆλ. 33· νῆα διὲκ πέτρας Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 962, κτλ.· - στόμα ὀχλ., ἀνοίγειν τὸ στόμα βιαίως, δηλ. ἄρχεσθαι ὁμιλεῖν βιαίως, μετὰ σφοδρότητος, Νικ. Ἀλεξιφ. 225.
French (Bailly abrégé)
soulever avec un levier, soulever avec peine, faire mouvoir péniblement, acc..
Étymologie: ὄχλος.
English (Autenrieth)
(ὀχλός): only aor. opt., ὀχλίσσειαν, would heave from its place, raise, Il. 12.448, Od. 9.242.
Greek Monolingual
ὀχλίζω (Α) όχλος
1. κινώ με μοχλό, ανυψώνω, μετακινώ κάτι με μοχλό
2. μέσ. ὀχλίζομαι
συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι
3. φρ. «ὀχλίζω τὸ στόμα» — ανοίγω βίαια το στόμα, δηλ. αρχίζω να μιλώ με σφοδρότητα.
Greek Monotonic
ὀχλίζω: μελ. -ίσω, Επικ. ευκτ. αορ. αʹ ὀχλίσσεια· (ὄχλος = μόχλος), μετακινώ με μοχλό, ανασηκώνω, ξεσηκώνω· τὸν (λᾶαν) οὔ κε δύ' ἀνέρε ὀχλίσσειαν, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀχλίζω: (эп. 3 л. pl. aor. opt. ὀχλίσσειαν) поднимать (с помощью рычага) (τὸν λᾶαν ἀπ᾽ οὔδεος Hom.).
Middle Liddell
ὀχλίζω, ὄχλος = μόχλος]
to move by a lever, to heave up, τὸν [λᾶαν] οὔ κε δύ' ἀνέρε ὀχλίσσειαν Hom.