παγετός: Difference between revisions
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παγετός -οῦ, ὁ [πήγνυμι] vorst, koude. | |elnltext=παγετός -οῦ, ὁ [πήγνυμι] vorst, koude. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πᾰγετός, οῦ, ὁ,<br />[[frost]], Xen.; cf. [[πάγος]] II. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:53, 10 January 2019
English (LSJ)
or πάγετος (Hdn.Gr.1.219), ὁ,
A = πάγος 11, frost, Pi.Pae. 9.17, Hp.Aër.7 (pl.), etc.; ὅταν πάχνη ᾖ ἢ παγετός X.Cyn.5.1.
German (Pape)
[Seite 435] ὁ, oder nach Arcad. p. 81, 14 auch πάγετος, = πάγος, nach Phryn. Eiskälte, Frost, Reif; neben πάχνη Xen. Cyn. 5, 1; D. Sic. 3, 34 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
gelée, glace.
Étymologie: R. Παγ fixer, figer ; v. πήγνυμι.
English (Slater)
πᾰγετός
1 freezing ἢ παγετὸν χθονός; (sc. φέρεις) (Pae. 9.17)
Greek Monolingual
ο (ΑΜ παγετός, Α και πάγετος)
πτώση της θερμοκρασίας σε πολύ χαμηλά επίπεδα, η οποία προκαλεί την πήξη του νερού, παγωνιά, υπερβολικό ψύχος
νεοελλ.
(μετεωρ.) α) το φαινόμενο της επικράτησης στην ατμόσφαιρα θερμοκρασιών μικρότερων από το σημείο πήξης του νερού, φαινόμενο που έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στις καλλιέργειες, προκαλώντας συχνά την πήξη τών υδατικών διαλυμάτων τών φυτικών κυττάρων με συνέπεια τη διάρρηξή τους και την τελική καταστροφή τών φυτών και τών καρπών («φονικός παγετός»)
β) η απευθείας κρυστάλλωση της ατμοσφαιρικής υγρασίας, δηλαδή η άμεση πήξη τών υδρατμών της ατμόσφαιρας χωρίς το νερό να περάσει από την υγρή φάση και η απόθεσή τους στο έδαφος, φαινόμενο γνωστό ως πάχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πăγ- του πήγνυμι + κατάλ. -ετός (πρβλ. οχ-ετός)].
Greek Monotonic
πᾰγετός: ὁ, παγετός, σε Ξεν.· πρβλ. πάγος II.
Russian (Dvoretsky)
πᾰγετός: ὁ ледяной холод, мороз (πάχνη ἢ π. Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παγετός -οῦ, ὁ [πήγνυμι] vorst, koude.