ὀξίνης: Difference between revisions
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀξίνης:''' ου (ῐ) adj. m<br /><b class="num">1)</b> кислый, терпкий или острый ([[χυμός]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> угрюмый, брюзгливый ([[θυμός]] Arph.).<br />ου ὁ<br /><b class="num">1)</b> (sc. οἷνος) прокисшее или кислое вино Plut.;<br /><b class="num">2)</b> (sc. [[ἀνήρ]]) брюзга, ворчун Arph. | |elrutext='''ὀξίνης:''' ου (ῐ) adj. m<br /><b class="num">1)</b> кислый, терпкий или острый ([[χυμός]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> угрюмый, брюзгливый ([[θυμός]] Arph.).<br />ου ὁ<br /><b class="num">1)</b> (sc. οἷνος) прокисшее или кислое вино Plut.;<br /><b class="num">2)</b> (sc. [[ἀνήρ]]) брюзга, ворчун Arph. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὀξί˘νης, ου, ὁ,<br />[[sharp]], [[sour]], [[tart]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:55, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ,
A sharp, sour, χυμός Plu.2.913b (codd. Wyttenb., ὀξὺν codd. Bernardak.) ; ὀξίνης (sc. οἶνος), ὁ, sour wine, Hermipp.91, Thphr.HP9.11.1 ; ὀ. οἶνος Hp.Vict.2.52 (in pl. ὀξίναι), Thphr.HP 9.20.4, Diph.82 : distd. from ὄξος, Plu.2.732b,1047e. 2 metaph., sour-tempered, tart, πολίτης Ar.Eq.1304 ; θυμός Id.V.1082.—In Gp. 6.4.2 and Phryn. PSp.92 B., we find ὄξινος :—also ὄξυνος v. l. in Gp. l.c.
German (Pape)
[Seite 351] ὁ, οἶνος, saurer Wein, Krätzer, dem χρηστὸς οἶνος entgeggstzt, Plut. de tranq. anim. 8; und adjectiv., χυμός, herb, als eigenthümlicher Geschmack des unreifen Weines bezeichnet, der nachher in den οἰνώδης übergeht, doch auch den ῥοιαί u. μῆλα beigelegt, Qu. nat. 5, während πικρός von der Olive gilt. – Uebertr., θυμός, Ar. Vesp. 1082, u. von Menschen ὁ ὀξ., der Sauertopf, mürrisch, grämlich, Equ. 1301.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξίνης: [ῐ], -ου, «ξινός», χυμὸς Πλούτ. 2. 913Β· - ὀξίνης (ἐξυπ. οἶνος), ὁ, ξινὸν κρασί, Ἕρμιππ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 1· ὀξ. οἶνος αὐτόθι 9. 20, 4, Δίφιλος ἐν «Φιλαδέλφοις» 2· - διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ὄξους, Πλούτ. 2. 732Β, 1047Ε. 2) μεταφορ., ὁ ἔχων δυσάρεστον χαρακτῆρα, δύστροπος, πολίτης Ἀριστοφ. Ἱππ. 1304· θυμὸς ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1082. - Ἐν Γεωπ. 6. 4, 5, ἔχομεν τὸν τύπον ὄξινος.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
aigre, sur.
Étymologie: ὀξύς.
Greek Monolingual
ὀξίνης, ὁ (Α)
1. ως επίθ., (για κρασί) αυτός που έχει όξινη γεύση, ξινός («ὀξίνης οἶνος», Ιπποκρ.)
2. ως ουσ. κρασί με όξινη γεύση, που διακρίνεται από το ξίδι
3. μτφ. κακός χαρακτήρας, δύστροπος, ενοχλητικός, δυσάρεστος («ἄνδρα μοχθηρὸν πολίτην, ὀξίνην ὑπέρβολον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + επίθημα -ίνης (πρβλ. ελαφ-ίνης, κεγχρ-ίνης)].
Greek Monotonic
ὀξίνης: [ῐ], -ου, ὁ, οξύς, ξινός, δριμύς, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀξίνης: ου (ῐ) adj. m
1) кислый, терпкий или острый (χυμός Plut.);
2) угрюмый, брюзгливый (θυμός Arph.).
ου ὁ
1) (sc. οἷνος) прокисшее или кислое вино Plut.;
2) (sc. ἀνήρ) брюзга, ворчун Arph.