πανηγυριστής: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πανηγυριστής -οῦ, ὁ [πανηγυρίζω] deelnemer aan een festival.
|elnltext=πανηγυριστής -οῦ, ὁ [πανηγυρίζω] deelnemer aan een festival.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰνηγῠριστής, οῦ, ὁ,<br />one who attends a [[πανήγυρις]], Luc.
}}
}}

Revision as of 05:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνηγῠριστής Medium diacritics: πανηγυριστής Low diacritics: πανηγυριστής Capitals: ΠΑΝΗΓΥΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: panēgyristḗs Transliteration B: panēgyristēs Transliteration C: panigyristis Beta Code: panhguristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who attends a πανήγυρις, Str.17.1.17, Luc.Herod.2, Pseudol.5, Poll.1.34.

German (Pape)

[Seite 460] ὁ, der eine πανήγυρις mitfeiert, begeht, Luc. Her. 2. 8 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνηγῠριστής: -οῦ, ὁ, ὁ πανηγυρίζων, Λουκ. Ἡρόδ. 2, Ψευδολ. 5, Πολυδ. Α΄, 34.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui se rend à une fête solennelle.
Étymologie: πανηγυρίζω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ίστρια, ΝΜΑ πανηγυρίζω
άτομο που μετέχει σε πανήγυρη, που παίρνει μέρος σε ομαδικό και ενθουσιώδη εορτασμό εθνικού ή θρησκευτικού γεγονότος, πανηγυριώτης.

Greek Monotonic

πᾰνηγῠριστής: -οῦ, ὁ, αυτός που παρακολουθεί μία πανήγυριν, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνηγῠριστής: οῦ ὁ справляющий всенародное празднество, участник панегирея Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανηγυριστής -οῦ, ὁ [πανηγυρίζω] deelnemer aan een festival.

Middle Liddell

πᾰνηγῠριστής, οῦ, ὁ,
one who attends a πανήγυρις, Luc.