πεζέμπορος: Difference between revisions
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(5) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πεζέμπορος:''' -ον, [[έμπορος]] που διέρχεται την [[ξηρά]], σε Στράβ. | |lsmtext='''πεζέμπορος:''' -ον, [[έμπορος]] που διέρχεται την [[ξηρά]], σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πεζ-έμπορος, ον,<br />[[trafficking]] by [[land]], Strab. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A trafficking by land, Str.16.3.3.
German (Pape)
[Seite 542] zu Lande handelnd, Strab. XVI.
Greek (Liddell-Scott)
πεζέμπορος: -ον, ὁ κατὰ ξηρὰν ἐμπορευόμενος, Στράβ. 766.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait le commerce par terre.
Étymologie: πεζός, ἔμπορος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που εμπορεύεται στην ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + ἔμπορος.
Greek Monotonic
πεζέμπορος: -ον, έμπορος που διέρχεται την ξηρά, σε Στράβ.
Middle Liddell
πεζ-έμπορος, ον,
trafficking by land, Strab.