πολυπλανής: Difference between revisions
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
(4) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολυπλᾰνής:''' <b class="num">1)</b> много странствовавший (ἐν ἁλί Eur.): π. ἐν γράμμασι Plut. нахватавшийся всяких наук;<br /><b class="num">2)</b> постоянно (беспрерывно) движущийся (sc. [[ὄχημα]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> блуждающий, ползучий ([[κισσός]] Anth.);<br /><b class="num">4)</b> извилистый, запутанный ([[πορεία]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> бросающий из стороны в сторону, заставляющий метаться ([[νόσημα]] Plat.);<br /><b class="num">6)</b> обманчивый ([[ἐλπίς]] Anth.). | |elrutext='''πολυπλᾰνής:''' <b class="num">1)</b> много странствовавший (ἐν ἁλί Eur.): π. ἐν γράμμασι Plut. нахватавшийся всяких наук;<br /><b class="num">2)</b> постоянно (беспрерывно) движущийся (sc. [[ὄχημα]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> блуждающий, ползучий ([[κισσός]] Anth.);<br /><b class="num">4)</b> извилистый, запутанный ([[πορεία]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> бросающий из стороны в сторону, заставляющий метаться ([[νόσημα]] Plat.);<br /><b class="num">6)</b> обманчивый ([[ἐλπίς]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πολυ-πλᾰνής, ές [πλανάομαι]<br /><b class="num">I.</b> [[roaming]] far or [[long]], Eur.; π. [[κισσός]] the straying ivy, Anth.<br /><b class="num">II.</b> [[much]]-erring, or, act., [[leading]] [[much]] [[astray]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:50, 10 January 2019
English (LSJ)
ές, (πλανάομαι)
A roaming far or long, ἐν ἁλὶ πολυπλανής (sc. Menelaus) E.Hel.203 (lyr.); εἶδος κτημάτων π., opp. ἀπλανές, Pl.Plt.288a; π. κισσός the straying ivy, AP6.154 (Leon. or Gaet.); π. πορεία devious, Plu.Crass.29; π. ἐν γράμμασι Id.2.422d. Adv. -νῶς wandering in all directions, Hp.Oss.12. II much-erring (or Act., leading much astray), Ἐλπὶς καὶ Τύχη AP9.134; ἔπεα Musae.175. [-πλᾱνης metri gr. in Opp.C.4.358.]
German (Pape)
[Seite 668] ές, viel od. weit umherirrend, Eur. Hel. 204; rankend, κισσός, Leon. Tar. 30 (VI, 154); in Prosa, Plat. Polit. 288 a; πορεία, Plut. Crass. 29. – Auch akt., viel verwirrend, in Irrthümer führend, Mus. 75; vgl. Jac. A. P. p. 482.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπλᾰνής: -ές, (πλανάομαι) ὁ μακρὰν ἢ ἐπὶ μακρὸν πλανώμενος, ἐν ἁλὶ πολυπλανὴς (ἐξυπ. Μενέλαος) Εὐρ. Ἑλ. 204· π. εἶδος κτημάτων, ἀντίθετον τῷ ἀπλανές, Πλάτ. Πολιτικ. 285Α· π. κισσός, ὁ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις ἁπλώνων τοὺς κλάδους του, Ἀνθ. Π. 6. 154· π. πορεία, ἡ ἐκκλίνουσα, λοξοδρομοῦσα, Πλουτ. Κράσσ. 29· π. ἐν γράμμασι ὁ αὐτ. 2. 422D. ― Ἐπίρρ. -νῶς, ὁ πλανώμενος κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, Ἱππ. 277, 54. ΙΙ. ὁ πολὺ πλανώμενος, σφαλλόμενος, ἢ ἐνεργ., ὁ πολὺ πλανῶν, ἐλπὶς Μουσαῖ. 75, Ἀνθ. Π. 9. 134.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui erre de tous côtés.
Étymologie: πολύς, πλανάομαι.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. ο πολυπλάνητος, αυτός που πλανιέται άθελα του σε πολλά μέρη («ὁ δ' ἐμός ἐν ἁλὶ πολυπλανὴς πόσις ὀλόμενος οἴχεται», Ευρ.)
2. ο διαρκώς κινούμενος, ασταθής («πεζὸν και ἔνυδρον καὶ πολυπλανὲς καὶ ἀπλανές», Πλάτ.)
3. (για φυτό) αυτός που απλώνει τα κλαδιά του προς πολλές διευθύνσεις («κισσοῦ πολυπλανέος», Ανθολ. Παλ.)
4. εκείνος που παρεκκλίνει από την πορεία του, που λοξοδρομεί («τὴν πορείαν χαλεπὴν καὶ πολυπλανῆ γενομένην τοῖς ἐπισπομένοις», Πλούτ.)
5. εκείνος που παραπλανά, που οδηγεί κάποιον σε σφάλμα («πολυπλανής Ἐλπὶς και Τύχη», Ανθολ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. α-πλανής].
Greek Monotonic
πολυπλᾰνής: -ές (πλανάομαι),
I. αυτός που περιπλανιέται μακριά από το σπίτι του ή για πολύ καιρό, σε Ευρ.· πολυπλανὴς κισσός, ο κισσός που απλώνει παντού τα φύλλα του, σε Ανθ.
II. αυτός που σφάλλει· ή Ενεργ., αυτός που οδηγεί σε παραστράτημα, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυπλανής -ές [πολύς, πλανάω] lang zwervend, ver zwervend;. κισσός π. klimop met vele windingen AP 6.154.4; Μαίανδρος π. de kronkelige Maeander AP 6.287.4; εἶδος κτημάτων π. een type bezit dat veel rondzwerft (een vervoermiddel) Plat. Plt. 288a.
Russian (Dvoretsky)
πολυπλᾰνής: 1) много странствовавший (ἐν ἁλί Eur.): π. ἐν γράμμασι Plut. нахватавшийся всяких наук;
2) постоянно (беспрерывно) движущийся (sc. ὄχημα Plat.);
3) блуждающий, ползучий (κισσός Anth.);
4) извилистый, запутанный (πορεία Plut.);
5) бросающий из стороны в сторону, заставляющий метаться (νόσημα Plat.);
6) обманчивый (ἐλπίς Anth.).
Middle Liddell
πολυ-πλᾰνής, ές [πλανάομαι]
I. roaming far or long, Eur.; π. κισσός the straying ivy, Anth.
II. much-erring, or, act., leading much astray, Anth.