πολύγλευκος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(4)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολύγλευκος:''' дающий много сусла, очень сочный ([[βότρυς]] Anth.).
|elrutext='''πολύγλευκος:''' дающий много сусла, очень сочный ([[βότρυς]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-γλευκος, ον,<br />abounding in new [[wine]], Anth.
}}
}}

Revision as of 05:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγλευκος Medium diacritics: πολύγλευκος Low diacritics: πολύγλευκος Capitals: ΠΟΛΥΓΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: polýgleukos Transliteration B: polygleukos Transliteration C: polyglefkos Beta Code: polu/gleukos

English (LSJ)

ον,

   A abounding in sweet juice, βότρυς AP6.238 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 660] (s. γλεῦκος), von oder mit vielem Moste, βότρυς, Apollnds. 5 (VI, 238).

Greek (Liddell-Scott)

πολύγλευκος: -ον, ὁ περιέχων ἢ παράγων πολὺ γλεῦκος, βότρυς Ἀνθ. Π. 6. 238.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au moût abondant.
Étymologie: πολύς, γλεῦκος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που περιέχει πολύ γλεύκος, πολύ μούστο
2. αυτός που αποδίδει πολύ μούστο («οὐδέ πολυγλεύκου γειομόρος [[[εἰμί]]] βότρυος», Απολλωνίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γλεῦκος, τὸ, «μούστος» (πρβλ. αει-γλεύκος)].

Greek Monotonic

πολύγλευκος: αυτός που έχει άφθονο μούστο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολύγλευκος: дающий много сусла, очень сочный (βότρυς Anth.).

Middle Liddell

πολύ-γλευκος, ον,
abounding in new wine, Anth.