πολυπινής: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(4)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολυπῐνής:''' крайне грязный, неопрятный ([[κάρα]] Eur.).
|elrutext='''πολυπῐνής:''' крайне грязный, неопрятный ([[κάρα]] Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-πῐνής, ές [[πίνος]]<br />[[very]] [[squalid]], Eur.
}}
}}

Revision as of 06:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπῐνής Medium diacritics: πολυπινής Low diacritics: πολυπινής Capitals: ΠΟΛΥΠΙΝΗΣ
Transliteration A: polypinḗs Transliteration B: polypinēs Transliteration C: polypinis Beta Code: polupinh/s

English (LSJ)

ές, (πίνος)

   A very squalid, κάρα E.Rh.716 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 668] ές, sehr schmutzig, Eur. Rhes. 716.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπῐνής: -ές, (πίνος) πολὺ πιναρός, ῥυπαρός, κάρα Εὐρ. Ρῆσ. 716.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très sale.
Étymologie: πολύς, πίνος.

Greek Monolingual

-ές, Α
πολύ ρυπαρός, βρόμικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πινής (< πίνος «ρύπος, λέρα»), πρβλ. κακο-πινής].

Greek Monotonic

πολῠπῐνής: -ές (πίνος), πολύ βρώμικος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πολυπῐνής: крайне грязный, неопрятный (κάρα Eur.).

Middle Liddell

πολῠ-πῐνής, ές πίνος
very squalid, Eur.