γέλασμα: Difference between revisions
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
(1a) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[γελάω]]<br />a [[laugh]], κυμάτων ἀνήριθμον [[γέλασμα]] "the [[many]]-[[twinkling]] [[smile]] of [[Ocean]], " Aesch. | |mdlsjtxt=[[γελάω]]<br />a [[laugh]], κυμάτων ἀνήριθμον [[γέλασμα]] "the [[many]]-[[twinkling]] [[smile]] of [[Ocean]], " Aesch. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[γέλασμα]] -ατος, τό [[γελάω]] het lachen. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:10, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A smile, κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα A.Pr.90. II cause of laughter, γῆρας πολυχρόνιον γ. Secund. Sent.12.
German (Pape)
[Seite 479] τό, das Lachen, übertr., κυμάτων Geplätscher der Wellen, Aesch. Pr. 90; Poll. 6, 200.
Greek (Liddell-Scott)
γέλασμα: τό, γέλως, κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα, τὸ τοῦ Keble «manytwinkling smile of Ocean» (πρβλ. ridentibus undis, Lucret.), Αἰσχύλ. Πρ. 90, ἔνθα ἴδε Blomf.· πρβλ. ἐπιγελάω, γέλως Ι. 2.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
rire ; fig. pli, ride (sur la surface de l’eau).
Étymologie: γελάω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 fig. sonrisa κυμάτων ἀνήριθμον γ. A.Pr.90, τὸ τῆς θαλάττης γ. Poll.6.200.
2 motivo de risa γῆρας ... πολυχρόνιον γ. Secund.Sent.18, cf. plu., Aq.Hb.1.10.
Greek Monolingual
το (AM γέλασμα) γελώ
1. το γέλιο
2. εκείνο το οποίο προκαλεί γέλια στους άλλους, ο περίγελως
3. ο εμπαιγμός, η κοροϊδία
νεοελλ.
το ξεγέλασμα, η απάτη
αρχ.
ο φλοίσβος των κυμάτων («ποντίων κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα», Αισχ.).
Greek Monotonic
γέλασμα: -ατος, τό (γελάω), γέλιο· κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα, «το ακτινοβόλο χαμόγελο του Ωκεανού», σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
γέλασμα: ατος τό досл. смех, перен. плеск или рябь (κυμάτων Aesch.).
Middle Liddell
γελάω
a laugh, κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα "the many-twinkling smile of Ocean, " Aesch.