μολοσσός: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(25) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[μολοσσός]], αττ. τ. μολοττός, -όν, θηλ. και [[μολοσσίς]], αττ. τ. μολοττίς, -[[ίδος]])<br /><b>1.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οι Μολοσσοί</i><br />πρωτοελληνικό ή [[πιθανώς]] ιλλυρικό [[φύλο]] που μετακινήθηκε [[κατά]] το 1200 π.Χ. από τη δυτική Μακεδονία στην κεντρική Ήπειρο και, [[αφού]] έδιωξε τους κατοίκους (τους [[κατόπιν]] Θεσσαλούς) ανατολικότερα, εγκαταστάθηκε στο [[λεκανοπέδιο]] τών Ιωαννίνων, κυριάρχησε σε όλη την Ήπειρο και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο [[κατά]] τους ιστορικούς χρόνους<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=(Α [[μολοσσός]], αττ. τ. μολοττός, -όν, θηλ. και [[μολοσσίς]], αττ. τ. μολοττίς, -[[ίδος]])<br /><b>1.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οι Μολοσσοί</i><br />πρωτοελληνικό ή [[πιθανώς]] ιλλυρικό [[φύλο]] που μετακινήθηκε [[κατά]] το 1200 π.Χ. από τη δυτική Μακεδονία στην κεντρική Ήπειρο και, [[αφού]] έδιωξε τους κατοίκους (τους [[κατόπιν]] Θεσσαλούς) ανατολικότερα, εγκαταστάθηκε στο [[λεκανοπέδιο]] τών Ιωαννίνων, κυριάρχησε σε όλη την Ήπειρο και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο [[κατά]] τους ιστορικούς χρόνους<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μολοσσός]]<br />α) [[είδος]] μεγαλόσωμου ποιμενικού σκύλου<br />β) (ενν. [[πούς]]) [[εξάσημος]] [[μετρικός]] [[πους]] (---) που προήλθε από τη [[συναίρεση]] τών βραχειών συλλαβών τών ιωνικών από μείζονος και τών ιωνικών από ελάσσονος ποδών, δηλ. από -- ∪ ∪ ή ∪ ∪ --.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] 90 [[περίπου]] ειδών δύσμορφων νυχτερίδων με χονδροειδές [[σώμα]], της οικογένειας molossidae<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μολοσσικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Μολοσσὶς (γῆ)» — η Μολοσσία, [[χώρα]] της Ηπείρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
(Α μολοσσός, αττ. τ. μολοττός, -όν, θηλ. και μολοσσίς, αττ. τ. μολοττίς, -ίδος)
1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Μολοσσοί
πρωτοελληνικό ή πιθανώς ιλλυρικό φύλο που μετακινήθηκε κατά το 1200 π.Χ. από τη δυτική Μακεδονία στην κεντρική Ήπειρο και, αφού έδιωξε τους κατοίκους (τους κατόπιν Θεσσαλούς) ανατολικότερα, εγκαταστάθηκε στο λεκανοπέδιο τών Ιωαννίνων, κυριάρχησε σε όλη την Ήπειρο και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τους ιστορικούς χρόνους
2. το αρσ. ως ουσ. ο μολοσσός
α) είδος μεγαλόσωμου ποιμενικού σκύλου
β) (ενν. πούς) εξάσημος μετρικός πους (---) που προήλθε από τη συναίρεση τών βραχειών συλλαβών τών ιωνικών από μείζονος και τών ιωνικών από ελάσσονος ποδών, δηλ. από -- ∪ ∪ ή ∪ ∪ --.
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ζωολ. κοινή ονομασία 90 περίπου ειδών δύσμορφων νυχτερίδων με χονδροειδές σώμα, της οικογένειας molossidae
αρχ.
1. μολοσσικός
2. φρ. «Μολοσσὶς (γῆ)» — η Μολοσσία, χώρα της Ηπείρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].