κακορρήμων: Difference between revisions

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
(1ab)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακορρήμων]], -όρρημον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λέγει το [[κακό]], που προμηνύει το [[κακό]], [[δυσοίωνος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κακορρήμων]]<br />[[ευτελής]] [[ρήτωρ]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακόρρημον</i><br />η [[κακορρημοσύνη]]·. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακορρημόνως</i> (Α)<br />με κακορρήμονα τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρήμων</i> (θ. -<i>ρη</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> [[ρήμα]], [[ρητός]] του [[εἴρω]] «[[λέγω]], [[δηλώνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αισχρο</i>-<i>ρρήμων</i>, <i>ευθυ</i>-<i>ρρήμων</i>].
|mltxt=[[κακορρήμων]], -όρρημον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λέγει το [[κακό]], που προμηνύει το [[κακό]], [[δυσοίωνος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κακορρήμων]]<br />[[ευτελής]] [[ρήτωρ]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακόρρημον</i><br />η [[κακορρημοσύνη]]·. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακορρημόνως</i> (Α)<br />με κακορρήμονα τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρήμων</i> (θ. -<i>ρη</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> [[ρήμα]], [[ρητός]] του [[εἴρω]] «[[λέγω]], [[δηλώνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αισχρο</i>-<i>ρρήμων</i>, <i>ευθυ</i>-<i>ρρήμων</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:15, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκορρήμων Medium diacritics: κακορρήμων Low diacritics: κακορρήμων Capitals: ΚΑΚΟΡΡΗΜΩΝ
Transliteration A: kakorrḗmōn Transliteration B: kakorrēmōn Transliteration C: kakorrimon Beta Code: kakorrh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (ῥῆμα)

   A telling of ill, ill-omened, A.Ag.1155 (lyr.).    2 a poor speaker, D.C.77.11.    II τὸ κ., = foreg., Suid.s.v. Ἀρχίλοχος. Adv. -όνως Poll.8.81.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui annonce des malheurs.
Étymologie: κακός, ῥῆμα.

Greek Monolingual

κακορρήμων, -όρρημον (Α)
1. αυτός που λέγει το κακό, που προμηνύει το κακό, δυσοίωνος
2. το αρσ. ως ουσ.κακορρήμων
ευτελής ρήτωρ
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόρρημον
η κακορρημοσύνη·.
επίρρ...
κακορρημόνως (Α)
με κακορρήμονα τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ρρήμων (θ. -ρη-, πρβλ. ρήμα, ρητός του εἴρω «λέγω, δηλώνω»), πρβλ. αισχρο-ρρήμων, ευθυ-ρρήμων].

Greek Monotonic

κᾰκορρήμων: -ον (ῥῆμα), κακολόγος, αυτός που προμηνύει το κακό, που μιλάει με δυσοίωνες ρήσεις, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκορρήμων: 2, gen. ονος злоречивый, перен. зловещий (ὅροι θεσπεσίας ὁδοῦ Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακορρήμων -ον, gen. -ονος [κακός, ῥῆμα] onheil aankondigend.

Middle Liddell

ῥῆμα
telling of ill, ill omened, Aesch.