εφημέριος: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἐφημέριος]], -ον, Α και [[ἐφημέριος]], -ία, -ον, δωρ. τ. ἐφαμέριος, -ον)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[ιερέας]] που εκτελεί τα λειτουργικά του καθήκοντα σε έναν ναό [[είτε]] [[μόνος]] [[είτε]] κατ' [[εναλλαγή]] με άλλους ιερείς που συνυπηρετούν [[μαζί]] του στον ίδιο ναό<br /><b>2.</b> (γενικά) ο διορισμένος σε κάποιο ναό από τον επίσκοπο, ως [[λειτουργός]] του θεού, [[κατόπιν]] τυπικής εκλογής από τους ενορίτες<br /><b>μσν.</b><br /><i>ὁ [[ἐφημέριος]]<br />ο [[επόπτης]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[καθημερινός]], της ημέρας (α. ἀμβροσίαν ἀνεῑσαν αὐτοῑς ἐφημέριον», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ἐφημερίους τε ποιῶν θυσίας [[ὑπὲρ]] παίδων», Κ. Μανασσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται μόνο για μια [[μέρα]] («ἐφημέρια φρονέοντες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που διαρκεί μια [[μέρα]], ο [[βραχυχρόνιος]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. πληθ.</b>) <i>οἱ ἐφημέριοι</i> (ενν. <i>άνθρωποι</i>)<br />εφήμερα πλάσματα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α. «[[λάτρις]] [[ἐφημέριος]]» — [[υπηρέτης]] [[ημερομίσθιος]]<br />β. «[[μισθός]] [[ἐφημέριος]]» — το [[ημερομίσθιο]], το [[μεροκάματο]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐφημέριον</i><br />το [[διάστημα]] μιας ημέρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἡμέρ</i>-<i>ιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἡμέρα]])].
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἐφημέριος]], -ον, Α και [[ἐφημέριος]], -ία, -ον, δωρ. τ. ἐφαμέριος, -ον)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[ιερέας]] που εκτελεί τα λειτουργικά του καθήκοντα σε έναν ναό [[είτε]] [[μόνος]] [[είτε]] κατ' [[εναλλαγή]] με άλλους ιερείς που συνυπηρετούν [[μαζί]] του στον ίδιο ναό<br /><b>2.</b> (γενικά) ο διορισμένος σε κάποιο ναό από τον επίσκοπο, ως [[λειτουργός]] του θεού, [[κατόπιν]] τυπικής εκλογής από τους ενορίτες<br /><b>μσν.</b><br />ὁ [[ἐφημέριος]]<br />ο [[επόπτης]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[καθημερινός]], της ημέρας (α. ἀμβροσίαν ἀνεῑσαν αὐτοῑς ἐφημέριον», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ἐφημερίους τε ποιῶν θυσίας [[ὑπὲρ]] παίδων», Κ. Μανασσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται μόνο για μια [[μέρα]] («ἐφημέρια φρονέοντες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που διαρκεί μια [[μέρα]], ο [[βραχυχρόνιος]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. πληθ.</b>) <i>οἱ ἐφημέριοι</i> (ενν. <i>άνθρωποι</i>)<br />εφήμερα πλάσματα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α. «[[λάτρις]] [[ἐφημέριος]]» — [[υπηρέτης]] [[ημερομίσθιος]]<br />β. «[[μισθός]] [[ἐφημέριος]]» — το [[ημερομίσθιο]], το [[μεροκάματο]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐφημέριον</i><br />το [[διάστημα]] μιας ημέρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἡμέρ</i>-<i>ιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἡμέρα]])].
}}
}}

Revision as of 14:15, 14 January 2019

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἐφημέριος, -ον, Α και ἐφημέριος, -ία, -ον, δωρ. τ. ἐφαμέριος, -ον)
νεοελλ.-μσν.
1. ο ιερέας που εκτελεί τα λειτουργικά του καθήκοντα σε έναν ναό είτε μόνος είτε κατ' εναλλαγή με άλλους ιερείς που συνυπηρετούν μαζί του στον ίδιο ναό
2. (γενικά) ο διορισμένος σε κάποιο ναό από τον επίσκοπο, ως λειτουργός του θεού, κατόπιν τυπικής εκλογής από τους ενορίτες
μσν.
ἐφημέριος
ο επόπτης
μσν.-αρχ.
ο καθημερινός, της ημέρας (α. ἀμβροσίαν ἀνεῑσαν αὐτοῑς ἐφημέριον», Πλούτ.
β. «ἐφημερίους τε ποιῶν θυσίας ὑπὲρ παίδων», Κ. Μανασσ.)
αρχ.
1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας
2. αυτός που γίνεται μόνο για μια μέρα («ἐφημέρια φρονέοντες», Ομ. Οδ.)
3. αυτός που διαρκεί μια μέρα, ο βραχυχρόνιος
4. (το αρσ. πληθ.) οἱ ἐφημέριοι (ενν. άνθρωποι)
εφήμερα πλάσματα
5. φρ. α. «λάτρις ἐφημέριος» — υπηρέτης ημερομίσθιος
β. «μισθός ἐφημέριος» — το ημερομίσθιο, το μεροκάματο
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφημέριον
το διάστημα μιας ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἡμέρ-ιος (< ἡμέρα)].