γεια: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
(8)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> η [[υγεία]]<br /><b>2.</b> (σε [[χρήση]] [[κυρίως]] για χαιρετισμό ή αποχαιρετισμό) [[γεια]], «έχε [[γεια]]» ή «έχετε [[γεια]]»<br /><b>3.</b> «[[αφήνω]] [[γεια]]» — [[αποχαιρετώ]] και [[πεθαίνω]]<br /><b>4.</b> «με [[γεια]]» — [[ευχή]] γι' αυτόν που [[φορά]] καινούργια ρούχα ή [[άλλο]] [[είδος]] αμφίεσης<br /><b>5.</b> «[[γεια]] στα χέρια σου» — ως [[έπαινος]] ή [[ευχή]] γι' αυτόν που εξετέλεσε κάποιο [[έργο]] με [[επιτυχία]]<br /><b>6.</b> <b>ειρων.</b> «με [[γεια]] τα μάτια» — γι' αυτούς που δεν αντιλαμβάνονται [[κάτι]] με το [[βλέμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[υγειά]] <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[υγίεια]] και <i>υγιεία</i>, με [[αποκοπή]] (σίγηση) του αρκτικού φωνήεντος (<b>[[πρβλ]].</b> [[υψηλός]] &GT; [[ψηλός]], [[ωσάν]] &GT; <i>σαν</i>, [[ολίγος]] &GT; [[λίγος]] <b>κ.λπ.</b>)].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> η [[υγεία]]<br /><b>2.</b> (σε [[χρήση]] [[κυρίως]] για χαιρετισμό ή αποχαιρετισμό) [[γεια]], «έχε [[γεια]]» ή «έχετε [[γεια]]»<br /><b>3.</b> «[[αφήνω]] [[γεια]]» — [[αποχαιρετώ]] και [[πεθαίνω]]<br /><b>4.</b> «με [[γεια]]» — [[ευχή]] γι' αυτόν που [[φορά]] καινούργια ρούχα ή [[άλλο]] [[είδος]] αμφίεσης<br /><b>5.</b> «[[γεια]] στα χέρια σου» — ως [[έπαινος]] ή [[ευχή]] γι' αυτόν που εξετέλεσε κάποιο [[έργο]] με [[επιτυχία]]<br /><b>6.</b> <b>ειρων.</b> «με [[γεια]] τα μάτια» — γι' αυτούς που δεν αντιλαμβάνονται [[κάτι]] με το [[βλέμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[υγειά]] <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[υγίεια]] και <i>υγιεία</i>, με [[αποκοπή]] (σίγηση) του αρκτικού φωνήεντος (<b>[[πρβλ]].</b> [[υψηλός]] > [[ψηλός]], [[ωσάν]] > <i>σαν</i>, [[ολίγος]] > [[λίγος]] <b>κ.λπ.</b>)].
}}
}}

Revision as of 15:15, 15 January 2019

Greek Monolingual

η
1. η υγεία
2. (σε χρήση κυρίως για χαιρετισμό ή αποχαιρετισμό) γεια, «έχε γεια» ή «έχετε γεια»
3. «αφήνω γεια» — αποχαιρετώ και πεθαίνω
4. «με γεια» — ευχή γι' αυτόν που φορά καινούργια ρούχα ή άλλο είδος αμφίεσης
5. «γεια στα χέρια σου» — ως έπαινος ή ευχή γι' αυτόν που εξετέλεσε κάποιο έργο με επιτυχία
6. ειρων. «με γεια τα μάτια» — γι' αυτούς που δεν αντιλαμβάνονται κάτι με το βλέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγειά < αρχ. υγίεια και υγιεία, με αποκοπή (σίγηση) του αρκτικού φωνήεντος (πρβλ. υψηλός > ψηλός, ωσάν > σαν, ολίγος > λίγος κ.λπ.)].