λόφιον: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(23)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λόφιον]], τὸ (Α) [[λόφος]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[λόφος]], [[λοφίσκος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Δίον. Θρ.) «[[λόφιον]], τὸ [[κάλλαιον]] τοῡ ἀλέκτορος»<br /><b>3.</b> [[λοφείον]].
|mltxt=[[λόφιον]], τὸ (Α) [[λόφος]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[λόφος]], [[λοφίσκος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Δίον. Θρ.) «[[λόφιον]], τὸ [[κάλλαιον]] τοῦ ἀλέκτορος»<br /><b>3.</b> [[λοφείον]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λόφιον Medium diacritics: λόφιον Low diacritics: λόφιον Capitals: ΛΟΦΙΟΝ
Transliteration A: lóphion Transliteration B: lophion Transliteration C: lofion Beta Code: lo/fion

English (LSJ)

τό, Dim. of

   A λόφος 111.1, small crest, Sch. Ar.Ach.1108: also, = κάλλαιον, Sch.D.T.p.196H.    II = λοφεῖον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 64] τό, λοφίον ist falscher Accent, dim. von λόφος, kleiner Hügel, VLL. – Nach B. A. 794 auch = κάλλαια; vgl. Bast zu Greg. Cor. 29. – S. auch λοφεῖον.

Greek (Liddell-Scott)

λόφιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λόφος, μικρὸς λόφος· ὡσαύτως = κάλλαια, Α. Β. 794. ΙΙ. = λοφεῖον, Ἡσύχ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1109.

Greek Monolingual

λόφιον, τὸ (Α) λόφος
1. μικρός λόφος, λοφίσκος
2. (κατά τον Δίον. Θρ.) «λόφιον, τὸ κάλλαιον τοῦ ἀλέκτορος»
3. λοφείον.