καναδόκα: Difference between revisions

From LSJ

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
(19)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καναδόκα]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Λάκωνες) «χείλη ὀϊστοῡ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθανότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι η λ. [[είναι]] σύνθ. <span style="color: red;"><</span> [[κάννα]] «[[καλάμι]]» <span style="color: red;">+</span> [[δέκομαι]] «[[δέχομαι]]» και δηλώνει την [[εγκοπή]] της αιχμής του βέλους που δέχεται το [[στέλεχος]] [[μέσα]] της. Στην [[περίπτωση]] αυτή, η [[γλώσσα]] του Ησυχίου θα [[πρέπει]] να διορθωθεί σε [[χηλή]] οϊστού</i> «[[εγκοπή]] βέλους». Με τον ίδιο τρόπο ερμηνεύεται και η [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[κανδόχα]]<br />[[κήλη]] ως [[άλλος]] τ. του [[καναδόκα]], [[οπότε]] το [[κήλη]] θα [[πρέπει]] [[επίσης]] να διορθωθεί σε [[χηλή]].
|mltxt=[[καναδόκα]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Λάκωνες) «χείλη ὀϊστοῦ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθανότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι η λ. [[είναι]] σύνθ. <span style="color: red;"><</span> [[κάννα]] «[[καλάμι]]» <span style="color: red;">+</span> [[δέκομαι]] «[[δέχομαι]]» και δηλώνει την [[εγκοπή]] της αιχμής του βέλους που δέχεται το [[στέλεχος]] [[μέσα]] της. Στην [[περίπτωση]] αυτή, η [[γλώσσα]] του Ησυχίου θα [[πρέπει]] να διορθωθεί σε [[χηλή]] οϊστού</i> «[[εγκοπή]] βέλους». Με τον ίδιο τρόπο ερμηνεύεται και η [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[κανδόχα]]<br />[[κήλη]] ως [[άλλος]] τ. του [[καναδόκα]], [[οπότε]] το [[κήλη]] θα [[πρέπει]] [[επίσης]] να διορθωθεί σε [[χηλή]].
}}
}}

Revision as of 12:30, 15 February 2019

Greek (Liddell-Scott)

καναδόκα: «χηλὴ (χείλη κῶδ.) ὀϊστοῦ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καναδόκα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «χείλη ὀϊστοῦ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η άποψη ότι η λ. είναι σύνθ. < κάννα «καλάμι» + δέκομαι «δέχομαι» και δηλώνει την εγκοπή της αιχμής του βέλους που δέχεται το στέλεχος μέσα της. Στην περίπτωση αυτή, η γλώσσα του Ησυχίου θα πρέπει να διορθωθεί σε χηλή οϊστού «εγκοπή βέλους». Με τον ίδιο τρόπο ερμηνεύεται και η γλώσσα του Ησυχίου κανδόχα
κήλη ως άλλος τ. του καναδόκα, οπότε το κήλη θα πρέπει επίσης να διορθωθεί σε χηλή.