κατανόηση: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(19) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[κατανόησις]] [[κατανοώ]]<br />το να κατανοεί, το να αντιλαμβάνεται [[κάποιος]] [[κάτι]] πλήρως και [[σαφώς]] («ἡ | |mltxt=η (AM [[κατανόησις]] [[κατανοώ]]<br />το να κατανοεί, το να αντιλαμβάνεται [[κάποιος]] [[κάτι]] πλήρως και [[σαφώς]] («ἡ αὑτοῦ [[κατανόησις]]» — η [[ενόραση]], Πλωτίν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η σωστή [[αντίληψη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «έχω [[κατανόηση]]» ή «[[δείχνω]] [[κατανόηση]]» — [[καταλαβαίνω]] και [[σέβομαι]] τα προβλήματα και τη [[θέση]] του άλλου, [[είμαι]] [[επιεικής]], [[είμαι]] [[ελαστικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ενατένιση]]<br /><b>αρχ.</b><br />τα [[μέσα]] για [[αντίληψη]] («πολλὴν ἑαυτοῦ παρέχων κατανόησιν», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:30, 15 February 2019
Greek Monolingual
η (AM κατανόησις κατανοώ
το να κατανοεί, το να αντιλαμβάνεται κάποιος κάτι πλήρως και σαφώς («ἡ αὑτοῦ κατανόησις» — η ενόραση, Πλωτίν.)
νεοελλ.
1. η σωστή αντίληψη
2. φρ. «έχω κατανόηση» ή «δείχνω κατανόηση» — καταλαβαίνω και σέβομαι τα προβλήματα και τη θέση του άλλου, είμαι επιεικής, είμαι ελαστικός
μσν.-αρχ.
ενατένιση
αρχ.
τα μέσα για αντίληψη («πολλὴν ἑαυτοῦ παρέχων κατανόησιν», Πλούτ.).