λυκοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
(1ba)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυκοκτόνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώνει, που εξολοθρεύει λύκους («[[λυκοκτόνος]] φαρέτρη», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[επίθετο]] του Απόλλωνος («αὕτη δ', Ὀρέστα, τοῡ λυκοκτόνου θεοῡ ἀγορὰ Λύκειος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λυκοκτόνον</i><br />[[είδος]] φυτού με το οποίο δηλητηριάζονται οι λύκοι, το [[ακόνιτο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μητρο</i>-[[κτόνος]], <i>παιδο</i>-[[κτόνος]].
|mltxt=[[λυκοκτόνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώνει, που εξολοθρεύει λύκους («[[λυκοκτόνος]] φαρέτρη», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[επίθετο]] του Απόλλωνος («αὕτη δ', Ὀρέστα, τοῦ λυκοκτόνου θεοῡ ἀγορὰ Λύκειος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λυκοκτόνον</i><br />[[είδος]] φυτού με το οποίο δηλητηριάζονται οι λύκοι, το [[ακόνιτο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μητρο</i>-[[κτόνος]], <i>παιδο</i>-[[κτόνος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:45, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκοκτόνος Medium diacritics: λυκοκτόνος Low diacritics: λυκοκτόνος Capitals: ΛΥΚΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: lykoktónos Transliteration B: lykoktonos Transliteration C: lykoktonos Beta Code: lukokto/nos

English (LSJ)

ον,

   A wolf-slaying, epith. of Apollo, S.El.6, Plu.2.966a, Porph.Abst.1.22, and v. Λύκειος; λ. φαρέτρη AP13.22 (Phaedim.).    II λυκοκτόνον, τό, wolf's-bane, aconitum, Gal.11.820.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκοκτόνος: -ον, ὁ ἀποκτείνων λύκους, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Σοφ. Ἠλ. 6· πρβλ. Παυσ. 2. 19, 4, Πλούτ. 2. 966Α· καὶ ἴδε Λύκειος· λ. φαρέτρη Ἀνθ. Π. 13. 22. ΙΙ. λυκοκτόνον, τό, φυτόν τι δηλητηριάζον τοὺς λύκους, ἀκόνιτον, Γαλην. 13, σ. 158.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 tueur de loups (Apollon);
2 τὸ λυκοκτόνον plante (sorte d’aconit) pour empoisonner les loups.
Étymologie: λύκος, κτείνω.

Greek Monolingual

λυκοκτόνος, -ον (Α)
1. αυτός που σκοτώνει, που εξολοθρεύει λύκους («λυκοκτόνος φαρέτρη», Ανθ. Παλ.)
2. (το αρσ.) επίθετο του Απόλλωνος («αὕτη δ', Ὀρέστα, τοῦ λυκοκτόνου θεοῡ ἀγορὰ Λύκειος», Σοφ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυκοκτόνον
είδος φυτού με το οποίο δηλητηριάζονται οι λύκοι, το ακόνιτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο-κτόνος, παιδο-κτόνος.

Greek Monotonic

λῠκοκτόνος: ὁ (κτείνω), επίθ. του Απόλλωνα, φονιάς λύκων, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

λῠκοκτόνος: убивающий волков (θεός Soph.; φαρέτρη Anth.).

Middle Liddell

λῠκο-κτόνος, ὁ, κτείνω
epith. of Apollo, wolf-slayer, Soph.