πρημαίνω: Difference between revisions
(1b) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για τον άνεμο) [[φυσώ]], [[πνέω]] ισχυρώς, [[σφοδρώς]]<br /><b>2.</b> (με αιτ.) [[εντείνω]], [[επιτείνω]] («πρήμηνον ἀξίην φωνὴν | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για τον άνεμο) [[φυσώ]], [[πνέω]] ισχυρώς, [[σφοδρώς]]<br /><b>2.</b> (με αιτ.) [[εντείνω]], [[επιτείνω]] («πρήμηνον ἀξίην φωνὴν σεωυτοῦ», Ηρώνδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. παράγεται από τους τ. [[πρῆσμα]], [[πρησμονή]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίμπρημι]]) [[χωρίς]] το δυσερμήνευτο -<i>σ</i>- τών τύπων αυτών]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:55, 15 February 2019
English (LSJ)
(πρήθω)
A blow hard, πρημαινούσας τε θυέλλας Ar.Nu.336: later c. acc., πρήμηνον ἀξίην φωνὴν σεωυτοῦ Herod.7.98.
German (Pape)
[Seite 699] blasen, heftig wehen; πρημαίνουσαι θύελλαι, Ar. Nubb. 335, Schol. u. Suid., von πρήθω ableitend, λαβρῶς φυσᾶν καὶ μαίνεσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
πρημαίνω: (πρήθω) φυσῶ ἰσχυρῶς, πρημαινούσας τε θυέλλας Ἀριστοφ. Νεφ. 336.
French (Bailly abrégé)
souffler avec violence.
Étymologie: cf. πρήθω.
Greek Monolingual
Α
1. (για τον άνεμο) φυσώ, πνέω ισχυρώς, σφοδρώς
2. (με αιτ.) εντείνω, επιτείνω («πρήμηνον ἀξίην φωνὴν σεωυτοῦ», Ηρώνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. παράγεται από τους τ. πρῆσμα, πρησμονή (< πίμπρημι) χωρίς το δυσερμήνευτο -σ- τών τύπων αυτών].
Greek Monotonic
πρημαίνω: (πρήθω), φυσώ δυνατά, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πρημαίνω: сильно дуть, бушевать (πρημαίνουσα θύελλα Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρημαίνω [~ πίμπρημι, ~ πρῆμα] hevig blazen.