ἰσοδαίτης: Difference between revisions
ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
m (Text replacement - "''' ου ὁ<b class="num">1)" to "''' ου ὁ<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "<b class="b3">, ὁ</b>" to ", ὁ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=isodaitis | |Transliteration C=isodaitis | ||
|Beta Code=i)sodai/ths | |Beta Code=i)sodai/ths | ||
|Definition=ου | |Definition=ου, ὁ (δαίω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">dividing equally, giving to all alike</b>, epith. of Dionysus and Pluto, Plu.2.389a, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Ep.Sat.</span>32</span>; of Pluto, Hsch. (<b class="b3">ἰσοδέτης</b> cod.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Subst., name of a <b class="b3">δαίμων</b>, <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Fr.</span>177</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:00, 14 September 2019
English (LSJ)
ου, ὁ (δαίω)
A dividing equally, giving to all alike, epith. of Dionysus and Pluto, Plu.2.389a, Luc.Ep.Sat.32; of Pluto, Hsch. (ἰσοδέτης cod.). II Subst., name of a δαίμων, Hyp.Fr.177.
German (Pape)
[Seite 1264] ὁ, gleich vertheilend, der seine Gaben an Alle gleich vertheilt; Dionysus, Plut. de ει ap. Delph. 9; Helios, B. A. 297, 13; Pluto, Hesych.; nach Harpocr. ξενικός τις δαίμων, ᾡ τὰ δημώδη γύναια ἐτέλει, vgl. Lob. Aglaoph. p. 621. – Der Vorsitzer beim Mahle, der gleiche Portionen macht, Luc. Ep. Saturn. 32.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοδαίτης: -ου, ὁ, (δαίω), ὁ δίδων ἢ μοιράζων εἰς πάντας ἐξ ἴσου, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου καὶ Πλούτωνος, Πλούτ. 2. 389Α, Ἡσύχ., Ἁρποκρ.· ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαοφ. 622. ― Κατὰ τὸ Ρητορικ. Λεξ. σ. 267. 3 : «ἰσοδταίης Θεός, ὁ ἥλιος (δηλ. ὁ Ἀπόλλων) ὁ τὸν ἴσον ἑκάστῳ θάνατον διανέμων». ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ μερίζων ἢ μοιράζων τὸ κρέας εἰς τὴν τράπεζαν, Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 32, 36.
French (Bailly abrégé)
ου;
1 qui distribue à tous également;
2 écuyer tranchant.
Étymologie: ἴσος, δαίω.
Greek Monolingual
ἰσοδαίτης, ὁ (Α)
1. (επίθ. του Διονύσου και του Πλούτωνος) αυτός που μοιράζει δίκαια, με ισότητα προς όλους
2. ονομασία ενός δαίμονα
3. αυτός που κόβει σε μερίδες ή μοιράζει το κρέας στο τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -δαίτης (< δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»), πρβλ. αγριο-δαίτης, ξενο-δαίτης].
Russian (Dvoretsky)
ἰσοδαίτης: ου ὁ
1) распределяющий (блага) поровну (Βάκχος Plut.);
2) распределитель порций (за столом) Luc.