νεογνός: Difference between revisions
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
(2a) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[νεογνός]], όν [contr. for [[νεόγονος]], Hdt., Aesch., etc.] | |mdlsjtxt=[[νεογνός]], όν [contr. for [[νεόγονος]], Hdt., Aesch., etc.] | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''νεογνός''': {neognós}<br />'''Meaning''': [[neugeboren]]<br />'''See also''': s. [[γίγνομαι]].<br />'''Page''' 2,304 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 2 October 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A = νεόγονος, παῖς h.Cer.141, cf. h.Merc.406, Hdt.2.2, Hp.Aph.3.24, A.Ag.1163 codd. (lyr.), E.Ion31: in Att. Prose, X.Oec.7.21: freq. of young beasts, ποίμνης νεογνὸν θρέμμα E.El.495; τὰ νεογνά X.Cyn.5.14, Arist.PA665b7.
German (Pape)
[Seite 241] zsgzgn aus νεόγονος, neugeboren; H. h. Cer. 141; Aesch. Ag. 1135; Eur. El. 1108; βρέφος, Ion 31; θρέμμα, El. 495; παιδία, Her. 2, 2; Xen. Cyn. 10, 23 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νεογνός: -όν, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ νεόγονος, παῖς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 141, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 406, Ἡρόδ. 2. 2, Ἱππ. Ἀφ. 1248· - ὡσαύτως παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, ὡς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1163, Εὐρ. Ἴων 31· καὶ παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Οἰκ. 7, 21· συχν. ἐπὶ νεογεννήτων ζῴων, ν. νεβροὶ ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 10. 23, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 495· τὰ νεογνὰ Ξεν. Κυν. 5, 14, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 4.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
nouveau-né.
Étymologie: νέος, γίγνομαι.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ νεογνός, -όν, θηλ. και νεογνή)
το ουδ. ως ουσ. το νεογνό
βρέφος ή ζώο που γεννήθηκε μόλις πριν από λίγο, το νεογέννητο
νεοελλ.
(βιολ.-ιατρ.) το βρέφος έως το τέλος της τέταρτης εβδομάδας από τη γέννησή του
μσν.
(για ζώα και κυρίως για άλογα) αυτός που είναι μικρός σε ηλικία
αρχ.
αυτός που γεννήθηκε πριν από λίγο, αρτιγέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -γνός (το μοναδικό συνθ. σε -γνος < μηδενισμένη βαθμίδα -γν- της ρίζας γεν- του γί-γν-ομαι)].
Greek Monotonic
νεογνός: -όν, συγκεκ. αντί νεόγονος, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
νεογνός: HH, Aesch., Eur., Her., Xen. etc. стяж. к νεόγονος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: newborn
See also: s. γίγνομαι.
Middle Liddell
νεογνός, όν [contr. for νεόγονος, Hdt., Aesch., etc.]
Frisk Etymology German
νεογνός: {neognós}
Meaning: neugeboren
See also: s. γίγνομαι.
Page 2,304