εὐπερίστατος: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(1ab) |
(c1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=εὐ-περίστᾰτος, ον [[περιστῆναι]]<br />[[easily]] [[besetting]], NTest. | |mdlsjtxt=εὐ-περίστᾰτος, ον [[περιστῆναι]]<br />[[easily]] [[besetting]], NTest. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':eÙper⋯statoj 由-胚里-士他拖士<p>'''詞類次數''':形容詞(1)<p>'''原文字根''':好-周圍-站的<p>'''字義溯源''':容易纏繞的,容易纏累的,容易陷入網羅,纏累,圍繞;由([[εὖ]] / [[εὖγε]])=好)與([[περί]] / [[περαιτέρω]])=周圍)及([[ἵστημι]])*=站)組成;其中 ([[εὖ]] / [[εὖγε]])出自([[εὐρύχωρος]])X*=善),而 ([[περί]] / [[περαιτέρω]])出自([[πέραν]])=那邊), ([[πέραν]])又出自([[πειράω]])X*=穿過)<p/>'''出現次數''':總共(1);來(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 容易纏累的(1) 來12:1 | |||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 2 October 2019
English (LSJ)
ον,
A easily besetting, ἁμαρτία Ep.Hebr.12.1; perh. leading to distress, cf. περίστασις; εὐπερίστατον, = εὔκολον, εὐχερῆ, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπερίστᾰτος: -ον, εὐκόλως περιβάλλων, περιπλέκων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ιβʹ, 1. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «εὐπερίστατον· εὔκολον, εὐχερῆ», πρβλ. κ. Σουΐδ. καὶ Φώτ. ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui circonvient facilement.
Étymologie: εὖ, περιΐστημι.
English (Strong)
from εὖ and a derivative of a presumed compound of περί and ἵστημι; well standing around, i.e. (a competitor) thwarting (a racer) in every direction (figuratively, of sin in genitive case): which doth so easily beset.
English (Thayer)
εὐπερίστατον (from εὖ and περιστημι), skilfully surrounding i. e. besetting, namely, to prevent or retard running: Isocrates 135e.), well or much admired (cf. R. V. marginal reading)). (Not found elsewhere.)
Greek Monolingual
εὐπερίστατος, -ον (Α)
1. αυτός που περιβάλλει, που περικλείει εύκολα
2. (κατά τον Ησύχ.) «εὔκολος, εὐχερής»
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «μωρός, ταχέως περιτρεπόμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-στατος (< περι-ίσταμαι)].
Greek Monotonic
εὐπερίστᾰτος: -ον (περιστῆναι), αυτός που περιβάλλει με ευκολία, που ριζώνει εύκολα, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
εὐπερίστατος: легко обступающий, т. е. опутывающий (ἁμαρτία NT).
Middle Liddell
εὐ-περίστᾰτος, ον περιστῆναι
easily besetting, NTest.
Chinese
原文音譯:eÙper⋯statoj 由-胚里-士他拖士詞類次數:形容詞(1)
原文字根:好-周圍-站的
字義溯源:容易纏繞的,容易纏累的,容易陷入網羅,纏累,圍繞;由(εὖ / εὖγε)=好)與(περί / περαιτέρω)=周圍)及(ἵστημι)*=站)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善),而 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 容易纏累的(1) 來12:1