κενόδοξος: Difference between revisions

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
(2b)
(c1)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κενόδοξος:''' тщеславный Polyb., Diod., NT.
|elrutext='''κενόδοξος:''' тщеславный Polyb., Diod., NT.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':kenÒdoxoj 咳挪-多克索士<p>'''詞類次數''':形容詞(1)<p>'''原文字根''':空的-看來好像(的)<p>'''字義溯源''':虛榮的,自負的,自欺的,驕傲的;由([[κενός]])*=虛空的)與([[δόξα]])=榮耀)組成,其中 ([[δόξα]])出自([[δοκέω]])*=想)。參讀 ([[κενός]])同源字<p/>'''出現次數''':總共(1);加(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 虛榮(1) 加5:26
}}
}}

Revision as of 20:55, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενόδοξος Medium diacritics: κενόδοξος Low diacritics: κενόδοξος Capitals: ΚΕΝΟΔΟΞΟΣ
Transliteration A: kenódoxos Transliteration B: kenodoxos Transliteration C: kenodoksos Beta Code: keno/docos

English (LSJ)

ον,

   A vain-glorious, conceited, Plb.27.7.12, Ph.1.672, Ep.Gal.5.26, Arr. Epict.3.24.43, Jul.Or.6.180d; κληρονομία Vett.Val.271.2.

German (Pape)

[Seite 1417] voll eitler Ruhmsucht; Pol. 21, 6, 12; D. Sic. 17, 107; häufiger bei Sp., bes. K. S.; auch adv. κενοδόξως.

Greek (Liddell-Scott)

κενόδοξος: ον. ματαιόδοξος, μάταιος, ἀλαζών, κενῆς, ματαίας δόξης ἐπιθυμητής, ἐραστής, Πολύβ. 27.6, 12· «κενόδοξον κλητέον τὸν ἐφ’ οἷς μὴ πράττει δοξάζεσθαι βουλόμενον» Ἰσίδ. Πηλ. 3.381, σ. 402., 5.401, σ.682.

English (Strong)

from κενός and δόξα; vainly glorifying, i.e. self-conceited: desirous of vain-glory.

English (Thayer)

κενοδοξον (κενός, δόξα), glorying without reason, conceited, vain-glorious, eager for empty glory: Polybius, Diodorus; Antoninus 5,1; (cf. Philo de trib. virt. § 2at the end); ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ κενόδοξος, -ον)
αυτός που επιζητεί κενή, μάταιη δόξα, δοξομανής, ματαιόδοξος
μσν.
1. αλαζόνας, φαντασμένος, περήφανος
2. το ουδ. ως ουσ. το κενόδοξον
α) ματαιοδοξία
β) αλαζονεία
γ) τα μεγαλεία («ἠρνήθην... καὶ τὰ λαμπρὰ και τὸ κενόδοξόν του», Βέλθ.).
επίρρ...
κενοδόξωςκενοδόξως)
με κενοδοξία, ματαιόδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό-δοξος, ψευδό-δοξος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενόδοξος -ον [κενός, δόξα] ijdel, verwaand.

Russian (Dvoretsky)

κενόδοξος: тщеславный Polyb., Diod., NT.

Chinese

原文音譯:kenÒdoxoj 咳挪-多克索士

詞類次數:形容詞(1)

原文字根:空的-看來好像(的)

字義溯源:虛榮的,自負的,自欺的,驕傲的;由(κενός)*=虛空的)與(δόξα)=榮耀)組成,其中 (δόξα)出自(δοκέω)*=想)。參讀 (κενός)同源字

出現次數:總共(1);加(1)

譯字彙編

1) 虛榮(1) 加5:26