σταύρωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(1b)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stayroma
|Transliteration C=stayroma
|Beta Code=stau/rwma
|Beta Code=stau/rwma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">palisade</b> or <b class="b2">stockade</b>, <span class="bibl">Th.5.10</span>, <span class="bibl">6.64</span>,<span class="bibl">74</span>, <span class="bibl">X. <span class="title">HG</span>3.2.3</span>, etc.</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[palisade]] or [[stockade]], <span class="bibl">Th.5.10</span>, <span class="bibl">6.64</span>,<span class="bibl">74</span>, <span class="bibl">X. <span class="title">HG</span>3.2.3</span>, etc.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[σταυρῶ</i>, -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχηματισμός]] του σημείου του σταυρού ως [[ευχή]] σε κάποιον ή για [[ξεμάτιασμα]]<br /><b>2.</b> [[ταλαιπωρία]], [[συνεχής]] [[παρενόχληση]]<br /><b>3.</b> η πρώτη [[σχηματοποίηση]] του εμβρύου τών πτηνών στα αβγά<br /><b>4.</b> <b>τεχνολ.</b> η [[αλλαγή]] της θέσης τών ελαστικών στα τετράτροχα οχήματα [[χιαστί]], για να επιτευχθεί ομοιόμορφη [[φθορά]] του πέλματός τους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[προσήλωση]] σε σταυρό, ο [[σταυρικός]] [[θάνατος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[περίφραξη]] με πασσάλους, [[περιχαράκωση]].
|mltxt=το, ΝΜΑ [[σταυρῶ]], [[σταυρώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχηματισμός]] του σημείου του σταυρού ως [[ευχή]] σε κάποιον ή για [[ξεμάτιασμα]]<br /><b>2.</b> [[ταλαιπωρία]], [[συνεχής]] [[παρενόχληση]]<br /><b>3.</b> η πρώτη [[σχηματοποίηση]] του εμβρύου τών πτηνών στα αβγά<br /><b>4.</b> <b>τεχνολ.</b> η [[αλλαγή]] της θέσης τών ελαστικών στα τετράτροχα οχήματα [[χιαστί]], για να επιτευχθεί ομοιόμορφη [[φθορά]] του πέλματός τους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[προσήλωση]] σε σταυρό, ο [[σταυρικός]] [[θάνατος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[περίφραξη]] με πασσάλους, [[περιχαράκωση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σταύρωμα -ατος, τό [σταυρόω] palissade.
|elnltext=σταύρωμα -ατος, τό [σταυρόω] palissade.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σταύρωμα]], ατος, τό,<br />a [[palisade]] or [[stockade]], Lat. [[vallum]], Thuc., Xen.
|mdlsjtxt=[[σταύρωμα]], ατος, τό,<br />a [[palisade]] or [[stockade]], Lat. [[vallum]], Thuc., Xen.
}}
}}

Revision as of 06:33, 3 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταύρωμα Medium diacritics: σταύρωμα Low diacritics: σταύρωμα Capitals: ΣΤΑΥΡΩΜΑ
Transliteration A: staúrōma Transliteration B: staurōma Transliteration C: stayroma Beta Code: stau/rwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A palisade or stockade, Th.5.10, 6.64,74, X. HG3.2.3, etc.

German (Pape)

[Seite 930] τό, ein mit Spitzpfählen od. Pallisaden umgebener und befestigter Ort; Thuc. 5, 10. 6, 100; Xen. An. 5, 2, 15. 19 Hell. 3, 2, 3 u. öfter, u. Folgende.

Greek (Liddell-Scott)

σταύρωμα: τό, περίφραγμα διὰ πασσάλων, χαράκωμα, Λατιν. vallum, Θουκ. 5. 10., 6. 64, 74, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
clôture de pieux, palissade.
Étymologie: σταυρόω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ σταυρῶ, σταυρώνω
νεοελλ.
1. ο σχηματισμός του σημείου του σταυρού ως ευχή σε κάποιον ή για ξεμάτιασμα
2. ταλαιπωρία, συνεχής παρενόχληση
3. η πρώτη σχηματοποίηση του εμβρύου τών πτηνών στα αβγά
4. τεχνολ. η αλλαγή της θέσης τών ελαστικών στα τετράτροχα οχήματα χιαστί, για να επιτευχθεί ομοιόμορφη φθορά του πέλματός τους
νεοελλ.-μσν.
η προσήλωση σε σταυρό, ο σταυρικός θάνατος
αρχ.
περίφραξη με πασσάλους, περιχαράκωση.

Greek Monotonic

σταύρωμα: -ατος, τό, περίφραγμα με πασσάλους, χαράκωμα, Λατ. vallum, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σταύρωμα: ατος τό частокол, заграждение Thuc., Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταύρωμα -ατος, τό [σταυρόω] palissade.

Middle Liddell

σταύρωμα, ατος, τό,
a palisade or stockade, Lat. vallum, Thuc., Xen.