ἀκατάγνωστος: Difference between revisions
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
(c1) |
(cc1) |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[καταγινώσκω]]), [[that]] cannot be condemned, [[not]] to be censured: 2 Maccabees 4:47, and [[several]] times in ecclesiastical writings.) | |txtha=([[καταγινώσκω]]), [[that]] cannot be condemned, [[not]] to be censured: 2 Maccabees 4:47, and [[several]] times in ecclesiastical writings.) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':¢kat£gnwstoj 阿-卡他-格挪士拖士< | |sngr='''原文音譯''':¢kat£gnwstoj 阿-卡他-格挪士拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':不-向下-知道的<br />'''字義溯源''':無可指責,不受玷辱,不被責難;由([[α]] / [[ἄλφα]])= ([[ἄνευ]])*=不)與([[καταγινώσκω]])=責備)組成;其中 ([[ἔσθησις]])又由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[γινώσκω]])*=知道)組成<br />'''出現次數''':總共(1);多(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 無可指責(1) 多2:8 | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 3 October 2019
English (LSJ)
ον,
A not to be condemned, LXX 2 Ma.4.47, Ep.Tit. 2.8, CIG1971 (Thessalonica), IG14.2139; σύμβιος Keil-Premerstein Zweiter Bericht 225 (iii A. D.). Adv. -τως unexceptionably, λογιστεύσας IG5(2).152 (Tegea, iii A. D.), cf. POxy.140.15 (vi A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάγνωστος: -ον, ὃν δὲν πρέπει νὰ καταδικάσῃ τις, Μακκαβ. Β΄, δ΄, 47, Ἐπιστ. πρὸς Τίτ. β΄, 8, Συλλ. Ἐπιγρ. 1971b. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 728. - Ἐπίρρ. -τως, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non condamné, acquitté;
2 non condamnable.
Étymologie: ἀ, καταγιγνώσκω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no condenado LXX 2Ma.4.47, cf. Ath.Al.Decr.32.3.
2 irreprochable, intachable de pers., ref. familiares difuntos IG 10(2).1.623D (I d.C.), IUrb.Rom.1391.3 (II/III d.C.), σύμβιος TAM 5.224 (II d.C.), de abstr. λόγος Ep.Tit.2.8, ἀξίωσις Didym.in Ps.cat.118.170, προαίρεσις SB 11239.9 (V d.C.)
•subst. τὸ ἀ. irreprochabilidad Basil.M.31.1300D.
II adv. -ως intachablemente λογιστεύσας IG 5(2).152 (Tegea III d.C.), ἔζησεν Const.App.8.25.2, ἀμέμπτως καὶ ἀόκνως καὶ ἀ. POxy.2478.19 (VI d.C.), τὰ ἔργα πάντα ἀ. ποιεῖσθαι BGU 840.1, cf. POxy.140.15, PGiss.56.15, PStras.40.42 (todos VI d.C.).
English (Abbott-Smith)
- † ἀκατάγνωστος, -ον (< καταγινώσκω), [in LXX: II Mac 4:47 ;]
not open to just rebuke, irreprehensible: Tit 2:8 (v. Cremer, 676; and for other exx., MM, VGT, s.v.). †
- † ἀκατάγνωστος, -ον (< καταγινώσκω), [in LXX: II Mac 4:47 ;]
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of καταγινώσκω; unblamable: that cannot be condemned.
English (Thayer)
(καταγινώσκω), that cannot be condemned, not to be censured: 2 Maccabees 4:47, and several times in ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
ἀκατάγνωστος, -ον (AM) καταγιγνώσκω
1. ακατηγόρητος, ακαταδίκαστος
2. αυτός που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τίποτε, ο ανεπίληπτος
επίρρ. ἀκαταγνώστως
κατά τρόπο ανεπίληπτο, αλλά και χωρίς εξαίρεση.
Greek Monotonic
ἀκατάγνωστος: -ον (καταγιγνώσκω), αυτός που δεν πρέπει να καταδικαστεί, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀκατάγνωστος: безукоризненный, неопровержимый (λόγος NT).
Middle Liddell
καταγιγνώσκω
not to be condemned, NTest.
Chinese
原文音譯:¢kat£gnwstoj 阿-卡他-格挪士拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-向下-知道的
字義溯源:無可指責,不受玷辱,不被責難;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(καταγινώσκω)=責備)組成;其中 (ἔσθησις)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(γινώσκω)*=知道)組成
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編:
1) 無可指責(1) 多2:8