ἐπιχορηγία: Difference between revisions
(c1) |
(cc1) |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἐπιχορηγίας, ἡ ([[ἐπιχορηγέω]], [[which]] [[see]]) (Vulg. subministratio), a supplying, [[supply]]: Philippians 1:19. (Ecclesiastical writers.) | |txtha=ἐπιχορηγίας, ἡ ([[ἐπιχορηγέω]], [[which]] [[see]]) (Vulg. subministratio), a supplying, [[supply]]: Philippians 1:19. (Ecclesiastical writers.) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':™picorhg⋯a 誒披-何而-誒居阿< | |sngr='''原文音譯''':™picorhg⋯a 誒披-何而-誒居阿<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':在上-合唱隊-帶領<br />'''字義溯源''':貢獻,捐助,供應,提供,支持,幫助;源自([[ἐπιχορηγέω]])=充足供給);由([[ἐπί]])*=在⋯上)與([[χορηγέω]])=舞會主管)組成;其中 ([[χορηγέω]])又由([[χορός]])*=圓場)與([[ἄγω]])*=帶領)組成<br />'''出現次數''':總共(2);弗(1);腓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 供應(2) 弗4:16; 腓1:19 | ||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 3 October 2019
English (LSJ)
ἡ,
A supply, provision, τῆς ἐ. γενομένης ἐκ τῶν ἱερῶν προσόδων SIG818.9 (Ephesus, i A.D.); πᾶν τὸ σῶμα..συμβιβαζόμενον διὰ πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας, = διὰ πασῶν τῶν ἐπιχορηγουσῶν ἁφῶν (cf. ἐπιχορηγέω fin.), Ep.Eph. 4.16 ; διὰ τῆς ἐ. τοῦ πνεύματος Ep.Phil.1.19.
German (Pape)
[Seite 1004] ἡ, das noch dazu Geben, Darreichen, Sp., wie N. T
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχορηγία: ἡ, περαιτέρω χορήγησις, πρόσθετος βοήθεια, πᾶν τὸ σῶμα... συμβιβαζόμενον διὰ πάσῃς ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας, συνδεόμενον διὰ πάσης συναφείας τῶν συνεργούντων μελῶν (πρβλ. ἐπιχορηγέω ἐν τέλ.), πρὸς Ἐφ. δ΄, 16· διὰ τῆς ἐπ. τοῦ πνεύματος, διὰ τῆς βοηθείας τοῦ πνεύματος, Ἐπιστ. π. Φιλιππησ. α΄, 19.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de fournir en outre, en sus.
Étymologie: ἐπιχορηγέω.
English (Strong)
from ἐπιχορηγέω; contribution: supply.
English (Thayer)
ἐπιχορηγίας, ἡ (ἐπιχορηγέω, which see) (Vulg. subministratio), a supplying, supply: Philippians 1:19. (Ecclesiastical writers.)
Greek Monolingual
η (AM ἐπιχορηγία)
επιχορήγηση
αρχ.-μσν.
βοήθεια, συμπαράσταση («διὰ τῆς ἐπιχορηγίας τοῡ πνεύματος»).
Greek Monotonic
ἐπιχορηγία: ἡ, επιπρόσθετη βοήθεια, αρωγή, συμπληρωματική συνδρομή, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχορηγία: ἡ содействие, поддержка NT.
Middle Liddell
ἐπιχορηγία, ἡ, [from ἐπιχορηγέω
additional help, NTest.
Chinese
原文音譯:™picorhg⋯a 誒披-何而-誒居阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在上-合唱隊-帶領
字義溯源:貢獻,捐助,供應,提供,支持,幫助;源自(ἐπιχορηγέω)=充足供給);由(ἐπί)*=在⋯上)與(χορηγέω)=舞會主管)組成;其中 (χορηγέω)又由(χορός)*=圓場)與(ἄγω)*=帶領)組成
出現次數:總共(2);弗(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 供應(2) 弗4:16; 腓1:19