ψευδοδιδάσκαλος: Difference between revisions
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(c2) |
(cc2) |
||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':yeudodid£skaloj 普修多-笛打士卡羅士< | |sngr='''原文音譯''':yeudodid£skaloj 普修多-笛打士卡羅士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':假-教(者)<br />'''字義溯源''':假教師,假師傅;由([[ψευδής]])=不真實)與([[διδάσκαλος]])=教師)組成,其中 ([[ψευδής]])出自([[ψεύδομαι]])=撒謊),而 ([[διδάσκαλος]])出自([[διδάσκω]])=教), ([[διδάσκω]])出自([[δαπάνη]])Y*=學)<br />'''出現次數''':總共(1);彼後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 假教師(1) 彼後2:1 | ||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 3 October 2019
English (LSJ)
ὁ,
A false teacher, 2 EP.Petr.2.1.
German (Pape)
[Seite 1394] ὁ, falscher Lehrer, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοδῐδάσκαλος: ὁ, ψευδὴς διδάσκαλος, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 1, Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5, σ. 390C.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
faux maître, faux docteur.
Étymologie: ψευδής, διδάσκαλος.
English (Strong)
from ψευδής and διδάσκαλος; a spurious teacher, i.e. propagator of erroneous Christian doctrine: false teacher.
English (Thayer)
ψευδοδιδασκαλου, ὁ (ψευδής and διδάσκαλος), a false teacher: 2 Peter 2:1.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
δόλιος δάσκαλος, άτομο που σκόπιμα εμφανίζει το ψέμα σαν αλήθεια («ψευδοπροφῆται... καὶ ψευδοδιδάσκαλοι», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + διδάσκαλος.
Greek Monotonic
ψευδοδῐδάσκᾰλος: ὁ, ψευδής διδάσκαλος, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψευδοδιδάσκαλος -ου, ὁ [ψευδής, διδάσκαλος] valse leermeester. NT.
Russian (Dvoretsky)
ψευδοδῐδάσκᾰλος: ὁ лжеучитель NT.
Middle Liddell
ψευδο-δῐδάσκᾰλος, ὁ,
a false teacher, NTest.
Chinese
原文音譯:yeudodid£skaloj 普修多-笛打士卡羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:假-教(者)
字義溯源:假教師,假師傅;由(ψευδής)=不真實)與(διδάσκαλος)=教師)組成,其中 (ψευδής)出自(ψεύδομαι)=撒謊),而 (διδάσκαλος)出自(διδάσκω)=教), (διδάσκω)出自(δαπάνη)Y*=學)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 假教師(1) 彼後2:1