замечать: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(2) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐγκαθοράω]], [[εἰσαθρέω]], [[ἐσαθρέω]], [[νοέω]], [[διοπτεύω]], [[καθοράω]], [[κατοράω]], [[παροράω]], [[καταγιγνώσκω]], [[καταγινώσκω]], [[εἰσνοέω]], [[καταισθάνομαι]], [[ἐνοράω]], [[ἐνορέω]], [[ἐφοράω]], [[ἐποράω]], [[κατοπτεύω]], [[παρασημαίνω]], [[αὐγάζω]], [[ἐπιφράζομαι]], [[καταφράζω]], [[συνίημι]], [[εἰσοράω]], [[ἐσοράω]], [[ἀναφράζομαι]], [[ἀμφράζομαι]], [[μανθάνω]] | |rueltext=[[δέρκομαι]], [[ἀΐω]], [[ἐγκαθοράω]], [[εἰσαθρέω]], [[ἐσαθρέω]], [[νοέω]], [[διοπτεύω]], [[καθοράω]], [[κατοράω]], [[παροράω]], [[καταγιγνώσκω]], [[καταγινώσκω]], [[εἰσνοέω]], [[καταισθάνομαι]], [[ἐνοράω]], [[ἐνορέω]], [[ἐφοράω]], [[ἐποράω]], [[κατοπτεύω]], [[παρασημαίνω]], [[αὐγάζω]], [[ἐπιφράζομαι]], [[καταφράζω]], [[συνίημι]], [[εἰσοράω]], [[ἐσοράω]], [[ἀναφράζομαι]], [[ἀμφράζομαι]], [[μανθάνω]], [[καταμανθάνω]], [[κατανοέω]], [[φράζω]], [[καταλαμβάνω]], [[ἐννοέω]], [[ἀθρέω]], [[αἰσθάνομαι]], [[γιγνώσκω]], [[ἐπινοέω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 15 October 2019
Russian > Greek
δέρκομαι, ἀΐω, ἐγκαθοράω, εἰσαθρέω, ἐσαθρέω, νοέω, διοπτεύω, καθοράω, κατοράω, παροράω, καταγιγνώσκω, καταγινώσκω, εἰσνοέω, καταισθάνομαι, ἐνοράω, ἐνορέω, ἐφοράω, ἐποράω, κατοπτεύω, παρασημαίνω, αὐγάζω, ἐπιφράζομαι, καταφράζω, συνίημι, εἰσοράω, ἐσοράω, ἀναφράζομαι, ἀμφράζομαι, μανθάνω, καταμανθάνω, κατανοέω, φράζω, καταλαμβάνω, ἐννοέω, ἀθρέω, αἰσθάνομαι, γιγνώσκω, ἐπινοέω