защита: Difference between revisions
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
(2) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀσφάλεια]], [[ἀσφαλείη]], [[ἀσφαλίη]], [[πρόβολος]], [[πρόβλημα]], [[προβολή]], [[θώραξ]], [[τιμωρία]], [[τιμωρίη]], [[ἀπολογία]], [[τιμώρημα]], [[ἄμυνα]], [[ἀλέξησις]], [[ἄλκαρ]], [[ἔρυμα]], [[σκέπανον]], [[ἄρκεσις]], [[σκέπη]], [[σκέπας]], [[ῥῦμα]], [[ἀλέξημα]], [[εἶλαρ]], [[σκέπασμα]], [[ἀπηγόρημα]], [[σάκος]], [[ἐκδίκησις]], [[ἔπαλξις]], [[πτέρυξ]], [[ἀλκή]], [[ἀλκά]], [[ἕργμα]], [[τήρησις]], [[πρόφραγμα]], [[ἔχμα]], [[κώλυμα]], [[ὄνειαρ]], [[ἐπικούρημα]], [[ἐπικούρησις]], [[ἐπικουρία]], [[ἐπικουρίη]], [[ἄρηξις]], [[ἀρκτήριον]], [[φυλακτήριον]], [[ἀλεωρά]], [[ἀλεωρή]], [[ἀσπίς]] | |rueltext=[[βοήθεια]], [[ἀσφάλεια]], [[ἀσφαλείη]], [[ἀσφαλίη]], [[πρόβολος]], [[πρόβλημα]], [[προβολή]], [[θώραξ]], [[τιμωρία]], [[τιμωρίη]], [[ἀπολογία]], [[τιμώρημα]], [[ἄμυνα]], [[ἀλέξησις]], [[ἄλκαρ]], [[ἔρυμα]], [[σκέπανον]], [[ἄρκεσις]], [[σκέπη]], [[σκέπας]], [[ῥῦμα]], [[ἀλέξημα]], [[εἶλαρ]], [[σκέπασμα]], [[ἀπηγόρημα]], [[σάκος]], [[ἐκδίκησις]], [[ἔπαλξις]], [[πτέρυξ]], [[ἀλκή]], [[ἀλκά]], [[ἕργμα]], [[τήρησις]], [[πρόφραγμα]], [[ἔχμα]], [[κώλυμα]], [[ὄνειαρ]], [[ἐπικούρημα]], [[ἐπικούρησις]], [[ἐπικουρία]], [[ἐπικουρίη]], [[ἄρηξις]], [[ἀρκτήριον]], [[φυλακτήριον]], [[ἀλεωρά]], [[ἀλεωρή]], [[ἀσπίς]], [[φυλακή]], [[ἐπιτείχισμα]] | ||
}} | }} |
Revision as of 09:30, 15 October 2019
Russian > Greek
βοήθεια, ἀσφάλεια, ἀσφαλείη, ἀσφαλίη, πρόβολος, πρόβλημα, προβολή, θώραξ, τιμωρία, τιμωρίη, ἀπολογία, τιμώρημα, ἄμυνα, ἀλέξησις, ἄλκαρ, ἔρυμα, σκέπανον, ἄρκεσις, σκέπη, σκέπας, ῥῦμα, ἀλέξημα, εἶλαρ, σκέπασμα, ἀπηγόρημα, σάκος, ἐκδίκησις, ἔπαλξις, πτέρυξ, ἀλκή, ἀλκά, ἕργμα, τήρησις, πρόφραγμα, ἔχμα, κώλυμα, ὄνειαρ, ἐπικούρημα, ἐπικούρησις, ἐπικουρία, ἐπικουρίη, ἄρηξις, ἀρκτήριον, φυλακτήριον, ἀλεωρά, ἀλεωρή, ἀσπίς, φυλακή, ἐπιτείχισμα