παροπλίζω: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paroplizo | |Transliteration C=paroplizo | ||
|Beta Code=paropli/zw | |Beta Code=paropli/zw | ||
|Definition=pf. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> -ώπλικα <span class="bibl">D.S.4.10</span> :— | |Definition=pf. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> -ώπλικα <span class="bibl">D.S.4.10</span> :—[[disarm]], <span class="bibl">Plb.2.7.10</span>, etc. :— Med., 2sg. Ep. aor. -οπλίσσαιο Numen. ap. <span class="bibl">Ath.7.306c</span> :—Pass., <span class="bibl">Plu. <span class="title">Cat.Mi.</span>68</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:15, 28 June 2020
English (LSJ)
pf.
A -ώπλικα D.S.4.10 :—disarm, Plb.2.7.10, etc. :— Med., 2sg. Ep. aor. -οπλίσσαιο Numen. ap. Ath.7.306c :—Pass., Plu. Cat.Mi.68.
German (Pape)
[Seite 527] entwaffnen; Pol. 2, 7, 10; παρωπλικέναι τὴν πόλιν, D. Sic. 4, 10; auch pass., 14, 67; Plut. Cat. min. 68. – Das med. in act. Bdtg, Numen. bei Ath. VII, 306 c.
Greek (Liddell-Scott)
παροπλίζω: μέλλ. -ίσω: πρκμ. -ώπλικα, Διόδ. 4. 10· - ἀφοπλίζω, Πολύβ. 2. 7, 10, κλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 306C. - Παθ., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 68.
French (Bailly abrégé)
pf. παρώπλικα;
désarmer.
Étymologie: παρά, ὁπλίζω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
νεοελλ.
1. θέτω πλοίο σε κατάσταση παροπλισμού
2. μτφ. περιορίζω στο ελάχιστο τις δραστηριότητες υπαλλήλου ή λειτουργού, δεν του αναθέτω κάτι σημαντικό ή ανάλογο προς τη θέση του να κάνει
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παροπλισμένος και παρωπλισμένος, -η, -ο
α) (για πλοίο) αυτό που παραμένει σε κατάσταση παροπλισμού
β) (για υπάλληλο ή λειτουργό) εκείνος στον οποίο έχει επιβληθεί δραστική περικοπή δραστηριοτήτων και αρμοδιοτήτων
(μσν. αρχ.) αφοπλίζω
αρχ.
1. αφαιρώ από το πλοίο τα ξάρτια και τα κουπιά, ξαρματώνω
2. μέσ. παροπλίζομαι
μτφ. περιορίζω τις δραστηριότητες μου ή την έκφραση τών απόψεών μου.
Greek Monotonic
παροπλίζω: μέλ. -ίσω, αφοπλίζω, σε Πολύβ. — Παθ., σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
παροπλίζω: обезоруживать, разоружать (τινά Polyb., Diod., Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-οπλίζω, pass. ontwapend worden.
Middle Liddell
fut. ίσω
to disarm, Polyb.:—Pass., Plut.