εὔμοιρος: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(1ab)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1081.png Seite 1081]] der ein gutes Loos hat, glücklich, [[χθών]] Aesch. Eum. 850; Callim. Del. 295 u. a. sp. D.; Prosa, <b class="b2">theilhaftig</b>, Ggstz [[ἄμοιρος]], Plat. Conv. 197 d. – Adv. εὐμοίρως, glücklich, ἀποθανεῖν Ios.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1081.png Seite 1081]] der ein gutes Loos hat, glücklich, [[χθών]] Aesch. Eum. 850; Callim. Del. 295 u. a. sp. D.; Prosa, [[theilhaftig]], Ggstz [[ἄμοιρος]], Plat. Conv. 197 d. – Adv. εὐμοίρως, glücklich, ἀποθανεῖν Ios.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:35, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμοιρος Medium diacritics: εὔμοιρος Low diacritics: εύμοιρος Capitals: ΕΥΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: eúmoiros Transliteration B: eumoiros Transliteration C: eymoiros Beta Code: eu)/moiros

English (LSJ)

ον,

   A well-endowed by fortune, B.5.1; opp. ἄμοιρος, Pl.Smp.197d, cf. Ph.1.282, Call.Del. 295, AP6.278 (Rhian.), Luc.JConf.19. Adv. -ρως, ἀποθανεῖν J.AJ 8.12.6; βιώσασα IG12(5).319 (Paros): Comp. -ότερον, ἀποθνῄσκειν App.Hann.29.

German (Pape)

[Seite 1081] der ein gutes Loos hat, glücklich, χθών Aesch. Eum. 850; Callim. Del. 295 u. a. sp. D.; Prosa, theilhaftig, Ggstz ἄμοιρος, Plat. Conv. 197 d. – Adv. εὐμοίρως, glücklich, ἀποθανεῖν Ios.

Greek (Liddell-Scott)

εὔμοιρος: -ον, εὔκληρος, ὄλβιος, καλόμοιρος, εὐτυχής, εὐδαίμων, ἀντίθετον τῷ ἄμοιρος, Πλάτ. Συμπ. 197D, Καλλ. εἰς Δῆλ. 294, Ἀνθ. Π. 6. 278, Λουκ. Ζεὺς Ἐλεγχόμ. 19· περὶ τῆς ἐν Αἰσχύλ. Εὐμενίσι 890 γραφῆς τοῦ κώδικος: τῇ δὲ γ’ ἀμοίρου, ἴδε γημόρος. - Ἐπίρρ. -ρως, = εὐτυχῶς, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰωσήπου: Συγκρ. -ότερον, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien partagé, heureux.
Étymologie: εὖ, μοῖρα.

Greek Monolingual

εὔμοιρος, -ον (Α)
καλότυχος, τυχερός, ευτυχής.
επίρρ...
εὐμοίρως (Α)
ευτυχισμένα, με καλή τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μοίρα].

Greek Monotonic

εὔμοιρος: -ον (μοῖρα), ευτυχισμένος με καλούς κλήρους, αυτός που του έχει αποδοθεί καλή περιουσία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εὔμοιρος:
1) одаренный счастьем, получивший счастливый удел Luc.;
2) участвующий (в чем-л.), причастный Plat.

Middle Liddell

εὔμοιρος, ον μοῖρα
blest with possessions, Plat.