οἰακίζω: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oiakizo
|Transliteration C=oiakizo
|Beta Code=oi)aki/zw
|Beta Code=oi)aki/zw
|Definition=Ion. οἰηκ-, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">steer</b>: hence, <b class="b2">govern, guide, manage</b>, τελαμῶσι σκυτίνοις οἰηκίζοντες [τὰς ἀσπίδας] <span class="bibl">Hdt.1.171</span> ; <b class="b3">[ἵππους] οἰ</b>. <b class="b2">guide</b> them (when swimming), <span class="bibl">Plb.3.43.4</span>, etc. :—Pass., of horses, ἀπὸ ῥαβδίου -ίζεσθαι <span class="bibl">Str.17.3.7</span> ; of the seasons, Gal.9.914. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., τὰ πάντα οἰ. Κεραυνός <span class="bibl">Heraclit.64</span> ; τοὺς νέους -οντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1172a21</span> :—Pass., ὁ κοινὸς βίος ὥσπερ ὑπὸ θεῶν τινος -όμενος <span class="bibl">D.S.18.59</span>.</span>
|Definition=Ion. οἰηκ-, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[steer]]: hence, <b class="b2">govern, guide, manage</b>, τελαμῶσι σκυτίνοις οἰηκίζοντες [τὰς ἀσπίδας] <span class="bibl">Hdt.1.171</span> ; <b class="b3">[ἵππους] οἰ</b>. [[guide]] them (when swimming), <span class="bibl">Plb.3.43.4</span>, etc. :—Pass., of horses, ἀπὸ ῥαβδίου -ίζεσθαι <span class="bibl">Str.17.3.7</span> ; of the seasons, Gal.9.914. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., τὰ πάντα οἰ. Κεραυνός <span class="bibl">Heraclit.64</span> ; τοὺς νέους -οντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1172a21</span> :—Pass., ὁ κοινὸς βίος ὥσπερ ὑπὸ θεῶν τινος -όμενος <span class="bibl">D.S.18.59</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:35, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰᾱκίζω Medium diacritics: οἰακίζω Low diacritics: οιακίζω Capitals: ΟΙΑΚΙΖΩ
Transliteration A: oiakízō Transliteration B: oiakizō Transliteration C: oiakizo Beta Code: oi)aki/zw

English (LSJ)

Ion. οἰηκ-,

   A steer: hence, govern, guide, manage, τελαμῶσι σκυτίνοις οἰηκίζοντες [τὰς ἀσπίδας] Hdt.1.171 ; [ἵππους] οἰ. guide them (when swimming), Plb.3.43.4, etc. :—Pass., of horses, ἀπὸ ῥαβδίου -ίζεσθαι Str.17.3.7 ; of the seasons, Gal.9.914.    2 metaph., τὰ πάντα οἰ. Κεραυνός Heraclit.64 ; τοὺς νέους -οντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ Arist.EN1172a21 :—Pass., ὁ κοινὸς βίος ὥσπερ ὑπὸ θεῶν τινος -όμενος D.S.18.59.

Greek (Liddell-Scott)

οἰᾱκίζω: Ἰων. οἰηκ-, στρέφω τὸν οἴακα, κυβερνῶ καὶ ἑπομένως ὁδηγῶ, διευθύνω, κινῶ, πρὸς τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ μέρος, τελαμῶσι σκυτίνοισι οἰηκίζοντες [τὰς ἀσπίδας] Ἡρόδ. 1. 171· ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῦ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος Πολύβ. 3. 43, 4, κτλ.· - Παθ., ἐπὶ ἵππων, ἀπὸ ῥαβδίου οἰακίζεσθαι Στράβ. 828. 2) μεταφ., τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 10. 1, 1. - Παθ., ὁ κοινὸς βίος ὥσπερ ὑπὸ θεῶν τινος οἰακιζόμενος Διόδ. 18. 59.

French (Bailly abrégé)

gouverner, diriger.
Étymologie: οἴαξ.

Greek Monolingual

οἰακίζω, ιων. τ. οἰηκίζω)
1. στρέφω, χειρίζομαι τον οίακα του πλοίου, πηδαλιουχώ («ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῦ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος», Πολ.)
2. μτφ. δίνω κατεύθυνση, κυβερνώ, καθοδηγώ (α. «διὸ παιδεύουσι τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ», Αριστοτ.
β. «ὁ κοινὸς βίος ὥσπερ ὑπὸ θεῶν τινος οἰακιζόμενος», Διόδ.)
αρχ.
1. κατευθύνω, κινώ
2. (το παθ.) οἰακίζομαι
(για άλογα) κατευθύνομαι, οδηγούμαι («ἀπὸ ῥαβδίον οἰακίζεσθαι» Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ-, -ᾱκος / οἴηξ, -ηκος].

Greek Monotonic

οἰᾱκίζω: Ιων. οἰηκ-, μέλ. -σω (οἴαξ), κυβερνώ, και συνεπώς καθοδηγώ, διευθύνω, σε Ηρόδ., Αριστ.

Middle Liddell

οἰᾱκίζω, οἴαξ
to steer, and so to guide, manage, Hdt., Arist.