ἀμφήρης: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfiris | |Transliteration C=amfiris | ||
|Beta Code=a)mfh/rhs | |Beta Code=a)mfh/rhs | ||
|Definition=ες, (ἀραρίσκω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ες, (ἀραρίσκω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[fitted]] or <b class="b2">joined on both sides;</b> <b class="b3">ξύλα ἀ</b>. wood of the funeral pyre <b class="b2">regularly piled all round</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>243</span>; <b class="b3">ἀ. σκηναί</b> dwellings <b class="b2">well secured</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ion</span>1128</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> (ἐρέσσω) <b class="b2">with oars on both sides</b>, Hsch.; <b class="b3">ἀ. δόρυ</b> [[sculling]]-boat, <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>15</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:20, 29 June 2020
English (LSJ)
ες, (ἀραρίσκω)
A fitted or joined on both sides; ξύλα ἀ. wood of the funeral pyre regularly piled all round, E.HF243; ἀ. σκηναί dwellings well secured, Id.Ion1128. II (ἐρέσσω) with oars on both sides, Hsch.; ἀ. δόρυ sculling-boat, E.Cyc.15.
German (Pape)
[Seite 134] ες, 1) (ἄρω), ringsum wohl gefügt, σκηναί Eur. Ion 1129; ξύλα, das rings gut zusammengesetzte Holz des Scheiterhaufens, Herc. F. 243. – 2) (ἐρέσσω), ναῦς, von beiden Seiten mit Rudern versehen, Hesych., wie wohl auch δόρυ Eur. Cycl. 15 zu nehmen. Davon
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφήρης: -ες, (* ἄρω) ὁ ἑκατέρωθεν συνδεδεμένος ἢ ἡρμοσμένος, λαβὼν εὔθυνον ἀμφῆρες δόρυ, ὃ ἐ. τὸ διπλοῦν πηδάλιον, τὸ ἐν χρήσει ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς ναυσὶν (ἴδε πηδάλιον), Εὐρ. Κύκλ. 15· ξύλα ἀμφ., τὰ ξύλα τῆς ἐπικηδείου πυρᾶς συνεστιβασμένα ἐν τάξει, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 243· ἀμφ. σκηναί, καλῶς προσδεδεμέναι καὶ ἐξησφαλισμέναι, ὁ αὐτ. Ἴων 1128. ΙΙ. (ἐρέσσω) = ὁ ἔχων κώπας ἑκατέρωθεν, μόνον παρὰ γραμματ., «ἀμφήρεις, νῆες ἀμφοτέρωθεν ὁρώμεναι ἢ ἐρεσσόμεναι», Ἡσύχ.: πρβλ. ἀμφηρικός.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 ajusté des deux côtés ; ἀμφῆρες δόρυ EUR le gouvernail (anciennement double);
2 ajusté tout autour en parl. du bois d’un bûcher funéraire, d’une tente ; bien ajusté.
Étymologie: ἀμφί, ἄρω.
Spanish (DGE)
-ες
1 provisto de remos en ambos ladosde una barca δόρυ E.Cyc.15, ἀμφήρεις· νῆες ἀμφοτέρωθεν ὁρμώμεναι, ἢ ἐρεσσόμεναι Hsch., cf. Poll.1.82.
2 bien armado o montado por todos lados σκηναί E.Io 1128, ἀ. ξύλα leña de una pira bien apilada por todos lados E.HF 243, ἀμφήρης αὐλός· ὁ ἑκατέραις χερσὶ κατεχόμενος EM 1174
•στόμα ἀμφῆρες· ἀμφοτέραις γνάθοις ὁμοίως ἐσθίον EM 1174.
3 subst. tambor o rueda utilizada en una máquina para levantar pesos, Vitr.10.2.5.
Greek Monolingual
(I)
ἀμφήρης, -ες (Α)
1. ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος,
2. ασφαλισμένος, ασφαλής
3. φρ. «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα της νεκρικής πυρός με τάξη στοιβαγμένα ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + -ήρης < ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ».
ΠΑΡ. ἀμφηρικὸς (πρβλ. λογχήρης, χαλκήρης, ποδήρης κ.ά.)].
(II)
ἀμφήρης, -ες (Α)
1. αυτός που έχει κουπιά και στις δύο πλευρές
2. «ἀμφῆρες δόρυ», ελαφριά βάρκα, με δύο κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + -ήρης < ἐρέσσω «κωπηλατώ» (πρβλ. ταχυήρης, τετρήρης, τριήρης)].
Greek Monotonic
ἀμφήρης: -ές (βλ. -ήρης), καλά προσαρμοσμένος και από τις δύο πλευρές, ἀμφῆρες δόρυ, λέγεται για το διπλό πηδάλιο που χρησιμοποιούνταν στα ελληνικά πλοία, (βλ. πηδάλιον), σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφήρης:
1) прилаженный с обеих сторон: ἀμφῆρες δόρυ Eur. двухлопастное весло;
2) сложенный вместе, сваленный в кучу (ξύλα Eur.);
3) со всех сторон сбитый, крепко сколоченный (σκηνή Eur.).
Middle Liddell
[v. -ήρης
fitted on both sides, well-fitted, ἀμφῆρες δόρυ, of the double rudder used in Greek ships (v. πηδάλιον), Eur.