ἀπαράσσω: Difference between revisions
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(1a) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aparasso | |Transliteration C=aparasso | ||
|Beta Code=a)para/ssw | |Beta Code=a)para/ssw | ||
|Definition=Att. ἀπαράττω, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">strike off</b>, <b class="b3">ἀντικρὺ δ' ἀπάραξε [τὴν αἰχμήν</b>] <span class="bibl">Il.16.116</span>; ἀπήραξεν δὲ χαμᾶζε . . κάρη <span class="bibl">14.497</span>; ἀ. τοῦ ἵππου τοὺς πόδας <span class="bibl">Hdt.5.112</span>; κρᾶτα <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>1015</span> (lyr.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> | |Definition=Att. ἀπαράττω, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">strike off</b>, <b class="b3">ἀντικρὺ δ' ἀπάραξε [τὴν αἰχμήν</b>] <span class="bibl">Il.16.116</span>; ἀπήραξεν δὲ χαμᾶζε . . κάρη <span class="bibl">14.497</span>; ἀ. τοῦ ἵππου τοὺς πόδας <span class="bibl">Hdt.5.112</span>; κρᾶτα <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>1015</span> (lyr.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[knock]] or <b class="b2">sweep off</b>, τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς νεός <span class="bibl">Hdt.8.90</span>; τοὺς ἀπὸ τοῦ πολεμίου καταστρώματος ὁπλίτας ἀ. <span class="bibl">Th.7.63</span>:—Pass., aor. part. ἀπαραχθείς <span class="bibl">D.H.8.85</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[crush]], ἀπὸ δ' ὀστέον ἄχρις ἄραξε <span class="bibl">Il.16.324</span>:—Pass., -άσσεται τὴν κεφαλήν <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.7.23</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:30, 29 June 2020
English (LSJ)
Att. ἀπαράττω,
A strike off, ἀντικρὺ δ' ἀπάραξε [τὴν αἰχμήν] Il.16.116; ἀπήραξεν δὲ χαμᾶζε . . κάρη 14.497; ἀ. τοῦ ἵππου τοὺς πόδας Hdt.5.112; κρᾶτα S.Tr.1015 (lyr.). 2 knock or sweep off, τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς νεός Hdt.8.90; τοὺς ἀπὸ τοῦ πολεμίου καταστρώματος ὁπλίτας ἀ. Th.7.63:—Pass., aor. part. ἀπαραχθείς D.H.8.85. 3 crush, ἀπὸ δ' ὀστέον ἄχρις ἄραξε Il.16.324:—Pass., -άσσεται τὴν κεφαλήν J.BJ3.7.23.
German (Pape)
[Seite 280] abhauen, Hom. Iliad. 13, 577; 14, 497 ἀπήραξεν δὲ χαμᾶζε κάρη; 16, 116. 324; Her. 5, 112; Soph. Tr. 1011; ἀπό τινος Her. 8, 90; Thuc. 7, 63; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω: ― ἀποτέμνω, ἀντικρὺ δ’ ἀπάραξε [τὴν αἰχμήν] Ἰλ. Π. 116· ἀποτέμνω καὶ ῥίπτω κάτω, ἀπήραξεν δὲ χαμᾶζε… κάρη Ξ. 497· ἀπ. τοῦ ἵππου τοὺς πόδας Ἡρόδ. 5. 112· κρᾶτα βίου Σοφ. Τρ. 1015. 2) φονεύω ἢ ἐκδιώκω, ἐξολοθρεύω, «ξεπαστρεύω», Λατ. decutere, τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς νηὸς Ἡρόδ. 8. 90· τοὺς ἀπὸ τοῦ πολεμίου καταστρώματος ὁπλίτας ἀπ. Θουκ. 7. 63: ― Παθ. ἀόρ. μετόχ. ἀπαραχθεὶς Διον. Ἁλ. 8. 85. 2) = ἀπαλοάω, ἵδε ἐν λ. ἄχρι.
French (Bailly abrégé)
f. ἀπαράξω, ao. ἀπήραξα, pf. inus.
arracher violemment : τι ἀπό τινος une chose d’une autre ; χαμᾶζε IL jeter violemment à terre.
Étymologie: ἀπό, ἀράσσω.
English (Autenrieth)
only aor. ἀπήραξε, ἀπάραξε: smite off. (Il.)
Spanish (DGE)
(ἀπᾰράσσω) • Alolema(s): át. -ττω
1 arrebatar de golpe (τὴν αἰχμήν) Il.16.116, τὰ πηδάλια D.C.50.33.6
•de pers. arrebatar, barrer τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς ... νεός Hdt.8.90, τοὺς ἀπὸ τοῦ πολεμίου καταστρώματος ὁπλίτας Th.7.63, cf. D.H.8.19, fig. Clem.Al.Prot.4.61
•en v. pas. ser expulsado ἀπὸ τοῦ ὄρους D.H.8.85.
2 de miembros arrancar de golpe, cortar de un tajo ἀπήραξεν δὲ χαμᾶζε ... κάρη Il.14.497, κρᾶτα S.Tr.1015, τοῦ ἵππου τοὺς πόδας Hdt.5.112
•c. tmesis ἀπὸ δ' ὀστέον ἄχρις ἄραξε de un golpe rompió hasta el hueso, Il.6.324
•en v. pas. c. ac. de rel. ἀπαράσσεται τὴν κεφαλὴν ὑπὸ τῆς πέτρας fue decapitado por la piedra I.BI 3.245, ὁ δὲ ἀπήρακται τὴν χεῖρα Philostr.Im.2.10.
Greek Monolingual
ἀπαράσσω κ. -ττω (Α) [[[αράσσω]] (-ττω)]
1. κόβω, αποκόβω
2. χτυπώ ή εξολοθρεύω
3. συντρίβω, συνθλίβω.
Greek Monotonic
ἀπᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, αποκόπτω, κόβω χτυπώντας και ρίχνω κάτω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· εξολοθρεύω, αφανίζω από το κατάστρωμα του πλοίου, ἀπὸ τῆς νεός, σε Ηρόδ.· ἀπὸ τοῦ καταστρώματος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπᾰράσσω: атт. ἀπᾰράττω
1) срубать, отсекать (σύν πήληκι κάρη Hom.; τοὺς πόδας τινός Her.; κρᾶτα βίου Soph.);
2) сбивать, сбрасывать (τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς νηός Her.; ὁπλίτας ἀπὸ τοῦ καταστρώματος Thuc.).
Middle Liddell
to strike off, cut off, Il., Hdt.: to sweep off from the deck of a ship, ἀπὸ τῆς νηός Hdt.; ἀπὸ τοῦ καταστρώματος Thuc.