ἀλκί: Difference between revisions
(1a) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alki | |Transliteration C=alki | ||
|Beta Code=a)lki/ | |Beta Code=a)lki/ | ||
|Definition=[ῐ], metapl. poet. dat. of <b class="b3">ἀλκή</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[ῐ], metapl. poet. dat. of <b class="b3">ἀλκή</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[might]], [[strength]]: λέων ὣς ἀλκὶ πεποιθώς <span class="bibl">Il.5.299</span>, cf. <span class="bibl">Od.6.130</span>, <span class="bibl">Thgn.949</span>; of Hector, <span class="bibl">Il.18.158</span>, cf. <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>39.34</span>, etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:51, 29 June 2020
English (LSJ)
[ῐ], metapl. poet. dat. of ἀλκή,
A might, strength: λέων ὣς ἀλκὶ πεποιθώς Il.5.299, cf. Od.6.130, Thgn.949; of Hector, Il.18.158, cf. Nonn.D.39.34, etc.
German (Pape)
[Seite 100] dat. vom veralteten ἄλξ, s. ἀλκή.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλκί: [ῐ], ποιητ. δοτικὴ τοῦ ἀλκὴ κατὰ μεταπλασμὸν = ἰσχύϊ, δυνάμει: ὁ Ὅμ. ἔχει τὸν τύπον ἐν τῇ φράσει ἀλκὶ πεποιθὼς (πεντάκις) ἐπὶ ἀγρίων θηρίων καὶ ἅπαξ ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Σ. 158, πρβλ Θέογν. 949.
French (Bailly abrégé)
dat. de *ἄλξ;
force : ἀλκὶ πεποιθώς IL confiant dans sa force.
Étymologie: cf. ἀλκή.
English (Autenrieth)
see ἀλκή.
Spanish (DGE)
v. ἄλξ.
Greek Monolingual
ἀλκί (Α)
ποιητικός τύπος δοτικής του αλκή κατά μεταπλασμό
«ἀλκὶ πεποιθώς», Ομ. Ε 299
έχοντας πεποίθηση στη δύναμή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τυπος ποιητικής δοτικής που συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα ἀλκ- (βλ. και ἄλαλκε).
ΠΑΡ. ἀλκή.
Greek Monotonic
ἀλκί: [ῐ], ετερόκλ. δοτ. του ἀλκή (όπως αν προερχόταν από το ἄλξ), δύναμη, ισχύς, ἀλκὶ πεποιθώς, λέγεται για άγρια ζώα, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλκί: dat. к *ἄλξ.
Middle Liddell
[heteroclit. of ἀλκή as if from ἄλξ]
might, strength, ἀλκὶ πεποιθώς, of wild beasts, Hom.