ῥωγαλέος: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
(1b) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rogaleos | |Transliteration C=rogaleos | ||
|Beta Code=r(wgale/os | |Beta Code=r(wgale/os | ||
|Definition=η, ον, (<b class="b3">ῥώξ</b> A) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=η, ον, (<b class="b3">ῥώξ</b> A) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[broken]], [[cleft]], <b class="b3">χιτὼν χαλκῷ ῥ</b>. <span class="bibl">Il.2.417</span>; <b class="b3">ῥ. πήρη</b> [[torn]], [[ragged]], <span class="bibl">Od.17.198</span>; ῥάκος . . ἠδὲ χιτῶνα, ῥωγαλέα <span class="bibl">13.435</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:15, 30 June 2020
English (LSJ)
η, ον, (ῥώξ A)
A broken, cleft, χιτὼν χαλκῷ ῥ. Il.2.417; ῥ. πήρη torn, ragged, Od.17.198; ῥάκος . . ἠδὲ χιτῶνα, ῥωγαλέα 13.435.
German (Pape)
[Seite 854] zerrissen, zersetzt, Od. 13, 435, öfter; χαλκῷ, Il. 2, 417, zerhauen.
Greek (Liddell-Scott)
ῥωγᾰλέος: -α, -ον, (ῥώξ) διερρωγώς, διερρηγμένος, διεσχισμένος, κατατετρημένος, ῥακώδης, χιτῶνα χαλκῷ ῥωγαλέον, «σιδήρῳ διεσχισμένον» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 417· πήρην πυκνά ῥωγαλέην, διεσχισμένην, ῥακώδη, Ὀδ. Ρ. 198, Σ. 109· ῥάκος ... ἠδὲ χιτῶνα, ῥωγαλέα Α. 435, 438, κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
déchiré.
Étymologie: R. Ϝραγ, briser ; v. ῥήγνυμι.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-η, -ον, Α
(επικ. τ.) εντελώς σχισμένος, κουρελιασμένος («ῥάκος... ἠδέ χιτῶνα, ῥωγαλέα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος, πειναλέος)].
Greek Monotonic
ῥωγᾰλέος: -α, -ον (ῥώξ), σπασμένος, ραγισμένος, κομματιασμένος, σχισμένος, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ῥωγᾰλέος: изорванный, разодранный (χιτών Hom.).