εἰδικός: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eidikos
|Transliteration C=eidikos
|Beta Code=ei)diko/s
|Beta Code=ei)diko/s
|Definition=ή, όν, (εἶδος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[specific]], opp. γενικός, ὄνομα <span class="bibl">D.T.636.14</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>230.11</span> (Sup.), cf. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Intr.</span>4.16</span> (Sup.), al.; ἀντίρρησις <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.39</span> (Comp.); ἀρεταί Phld.<span class="title">D.</span>3 <span class="title">Fr.</span>82, cf. <span class="bibl">Ph.1.140</span>; τὰς γενικὰς καὶ τὰς εἰ. τῶν σημείων παραλλαγάς Phld.<span class="title">Sign.Fr.</span>2; αἰσθήσεις <span class="title">Placit.</span>4.10.1; <b class="b3">εἰδικώτατον, τό</b>, = Lat. <b class="b2">infima species</b>, Stoic.3.214, cf. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>87</span>. Adv. -κῶς [[specifically]]. Stoic.2.77, Dsc.5.75. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[special]], opp. [[general]], <span class="bibl">Phlp.<span class="title">in Mete.</span>4.27</span> (Comp.). Adv. -<b class="b3">κῶς</b> [[specially]], <span class="title">CIG</span> 2222.15 (Chios). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> [[formal]], opp. [[material]], διαφοραί <span class="bibl">Plot.5.7.1</span>.</span>
|Definition=ή, όν, (εἶδος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[specific]], opp. γενικός, ὄνομα <span class="bibl">D.T.636.14</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>230.11</span> (Sup.), cf. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Intr.</span>4.16</span> (Sup.), al.; ἀντίρρησις <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.39</span> (Comp.); ἀρεταί Phld.<span class="title">D.</span>3 <span class="title">Fr.</span>82, cf. <span class="bibl">Ph.1.140</span>; τὰς γενικὰς καὶ τὰς εἰ. τῶν σημείων παραλλαγάς Phld.<span class="title">Sign.Fr.</span>2; αἰσθήσεις <span class="title">Placit.</span>4.10.1; <b class="b3">εἰδικώτατον, τό</b>, = Lat. [[infima species]], Stoic.3.214, cf. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>87</span>. Adv. -κῶς [[specifically]]. Stoic.2.77, Dsc.5.75. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[special]], opp. [[general]], <span class="bibl">Phlp.<span class="title">in Mete.</span>4.27</span> (Comp.). Adv. -<b class="b3">κῶς</b> [[specially]], <span class="title">CIG</span> 2222.15 (Chios). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> [[formal]], opp. [[material]], διαφοραί <span class="bibl">Plot.5.7.1</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:02, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰδικός Medium diacritics: εἰδικός Low diacritics: ειδικός Capitals: ΕΙΔΙΚΟΣ
Transliteration A: eidikós Transliteration B: eidikos Transliteration C: eidikos Beta Code: ei)diko/s

English (LSJ)

ή, όν, (εἶδος)

   A specific, opp. γενικός, ὄνομα D.T.636.14, A.D.Synt.230.11 (Sup.), cf. Porph.Intr.4.16 (Sup.), al.; ἀντίρρησις S.E.M.1.39 (Comp.); ἀρεταί Phld.D.3 Fr.82, cf. Ph.1.140; τὰς γενικὰς καὶ τὰς εἰ. τῶν σημείων παραλλαγάς Phld.Sign.Fr.2; αἰσθήσεις Placit.4.10.1; εἰδικώτατον, τό, = Lat. infima species, Stoic.3.214, cf. Dam.Pr.87. Adv. -κῶς specifically. Stoic.2.77, Dsc.5.75.    II special, opp. general, Phlp.in Mete.4.27 (Comp.). Adv. -κῶς specially, CIG 2222.15 (Chios).    III formal, opp. material, διαφοραί Plot.5.7.1.

German (Pape)

[Seite 723] das εἶδος betreffend, speciell, dem γενικός entgeggstzt, Schol. Ar. Av. 102 u. oft bei Sp. Bei Plut. plac. phil. 1, 3 steht τὸ ποιητικὸν καὶ εἰδικόν dem παθητικὸν καὶ ὑλικόν gegenüber, das Formelle dem Materiellen. – Adv. εἰδικῶς, speciell, Sp., Inscr. 2222.

Greek (Liddell-Scott)

εἰδικός: -ή, -όν, (εἶδος) μερικός, ὁ κατὰ μέρος, ἀντίθ. τῷ γενικός, Πορφύρ. παρὰ Στοβ. ἐν Ἐκλογ. Φυσ. τ. 1. σ. 822· εἰδ. αἴτιον Πλούτ. 2. 876Ε. ΙΙ. ἰδιαίτερος: - Ἐπίρρ. -κῶς, ἰδιαιτέρως, Συλλ. Ἐπιγρ. 2222. 15.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
spécifique.
Étymologie: εἶδος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Alolema(s): ἰδικ- D.T.636.15, 637.23, A.D.Synt.230.11, 20, Plot.5.7.1
I 1específico, perteneciente a la especie, de naturaleza específica frec. op. γενικός ‘genérico’ συμπτώματα Gal.7.53, ζητήσεις S.E.P.1.188, ἀρεταί Chrysipp.Stoic.3.19, Phld.D.3.fr.82.4, cf. Ph.1.140, 287, Alex.Aphr.Febr.23.2, τὰς γενικὰς καὶ τὰς εἰδικὰς τῶν σημείων παραλλαγάς Phld.Sign.fr.2, αἰσθήσεις Placit.4.10.1, τοὺς ἐκ τοῦ εἰδικοῦ τρόπου ὀνείρους Artem.4.21, οὐσία Olymp.in Cat.72.20, τῶν γενικῶν συστημάτων ἃ μὲν εἰς εἰδικὰ διαιρεῖται, ἃ δὲ οὔ de la música, Aristid.Quint.17.2
neutr. subst. τό εἰ. especie op. ‘género’ τὸ εἰδικώτατον lo más específico, infima species Diog.Bab.Stoic.3.214, ἵν' ... ὑπάρχῃ τὸ γένος, κἂν πολλὰ τῶν εἰδικῶν βύθια χωρῇ ref. al género humano, Ph.1.284, de aves, Ath.373b, Sch.Ar.Au.102d
gram. ὄνομα D.T.ll.cc., A.D.Synt.230.11, Phlp.in Mete.92.29, ἡ ἰδικὴ σημασία A.D.Synt.230.20
neutr. subst. τὸ εἰ. término específico τῷ εἰδικῷ καταχρώμενος ἀντὶ τοῦ γένους utilizando el término específico en vez del genérico S.E.M.7.50.
2 formal op. ‘material’ τὸ ποιητικὸν αἴτιον καὶ εἰδικόν op. τὸ παθητικόν τε καὶ ὑλικόν Plu.2.876f, ὑγείας καὶ νόσου ... εἰδικὰ αἴτια Alex.Aphr.Febr.25.9, cf. 13, Olymp.in Mete.302.28, in Alc.178, τῶν τινῶν ἀνθρώπων διαφερόντων ἀλλήλων ... καὶ ἰδικαῖς διαφοραῖς μυρίαις distinguiéndose unos hombres de otros también por mil diferencias formales Plot.l.c., cf. Phlp.in GC 53.9.
3 especial op. ‘general’ σοφία ... δευτέρα καὶ εἰδικωτέρα οὖσα Ph.1.289, ἀντίρρησις ... εἰδικωτέρα op. καθολική argumento muy especial S.E.M.1.39, op. κοινός: ὁ ἄνθρωπος ὁ κοινός τε καὶ εἰδικός Porph.Intr.11.15, τῶν φυσικῶν αἴτια, κοινὰ μέν ... καὶ εἰδικώτερα Phlp.in Mete.4.27
fil. τὰ εἰδικώτατα εἴδη especies especialísimas, e.e., las especies últimas después de las cuales no existen más que los individuos, Dam.Pr.87, εἰδικώτατα καὶ ἔσχατα τῶν εἰδῶν Dam.Pr.87.
II adv. -ῶς específicamente περαντικοὶ δέ εἰσιν εἰ. οἱ ... son específicamente concluyentes aquellos (razonamientos) que ... Chrysipp.Stoic.2.77, πρὸς ἑκάστην (δόξαν) λέγειν εἰ. S.E.P.3.37, ἡ σύνκ[λη] τος εἰ. ἐβεβαίωσεν ὅπως RDGE 70.15 (Quíos I d.C.), op. καθόλου ‘en general’, Aristid.Quint.78.7
por especies op. γενικῶς ‘por géneros’, D.L.7.132
en cuanto a la especie πομφόλυξ σποδίου εἰ. διαφέρει· γενικὴν γὰρ οὐκ ἔχει παραλλαγήν Dsc.5.75.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM εἰδικός, -ή, -όν) είδος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο είδος ή περίπτωσης («ειδικός όρος»)
2. ιδιαίτερος, προορισμένος για περιορισμένη χρήση («ειδικό φάρμακο»)
νεοελλ.
(αρσ. ως ουσ.) ο ειδικός
αυτός που έχει αποκτήσει ειδικότητα σ' έναν κλάδο επιστήμης ή τέχνης («ειδικός στη συντήρηση αρχαίων μνημείων»)
μσν.
1. τίτλος ανώτερων αξιωματούχων στο Βυζάντιο, συνήθως ο κόμις τών θείων πριονάτων, θησαυροφύλακας
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εἰδικόν
η αρχή και το αξίωμα του ειδικού
αρχ.
μορφικός.

Russian (Dvoretsky)

εἰδικός: лог. видовой Plut., Sext.