γέλασμα: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gelasma
|Transliteration C=gelasma
|Beta Code=ge/lasma
|Beta Code=ge/lasma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[smile]], κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>90</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">cause of laughter</b>, γῆρας πολυχρόνιον γ. <span class="bibl">Secund. <span class="title">Sent.</span>12</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[smile]], κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>90</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[cause of laughter]], γῆρας πολυχρόνιον γ. <span class="bibl">Secund. <span class="title">Sent.</span>12</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:55, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γέλᾰσμα Medium diacritics: γέλασμα Low diacritics: γέλασμα Capitals: ΓΕΛΑΣΜΑ
Transliteration A: gélasma Transliteration B: gelasma Transliteration C: gelasma Beta Code: ge/lasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A smile, κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα A.Pr.90.    II cause of laughter, γῆρας πολυχρόνιον γ. Secund. Sent.12.

German (Pape)

[Seite 479] τό, das Lachen, übertr., κυμάτων Geplätscher der Wellen, Aesch. Pr. 90; Poll. 6, 200.

Greek (Liddell-Scott)

γέλασμα: τό, γέλως, κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα, τὸ τοῦ Keble «manytwinkling smile of Ocean» (πρβλ. ridentibus undis, Lucret.), Αἰσχύλ. Πρ. 90, ἔνθα ἴδε Blomf.· πρβλ. ἐπιγελάω, γέλως Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
rire ; fig. pli, ride (sur la surface de l’eau).
Étymologie: γελάω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 fig. sonrisa κυμάτων ἀνήριθμον γ. A.Pr.90, τὸ τῆς θαλάττης γ. Poll.6.200.
2 motivo de risa γῆρας ... πολυχρόνιον γ. Secund.Sent.18, cf. plu., Aq.Hb.1.10.

Greek Monolingual

το (AM γέλασμα) γελώ
1. το γέλιο
2. εκείνο το οποίο προκαλεί γέλια στους άλλους, ο περίγελως
3. ο εμπαιγμός, η κοροϊδία
νεοελλ.
το ξεγέλασμα, η απάτη
αρχ.
ο φλοίσβος των κυμάτων («ποντίων κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα», Αισχ.).

Greek Monotonic

γέλασμα: -ατος, τό (γελάω), γέλιο· κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα, «το ακτινοβόλο χαμόγελο του Ωκεανού», σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

γέλασμα: ατος τό досл. смех, перен. плеск или рябь (κυμάτων Aesch.).

Middle Liddell

γελάω
a laugh, κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα "the many-twinkling smile of Ocean, " Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γέλασμα -ατος, τό γελάω het lachen.