νεάω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(2a)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">plough up a fallow land</b><br />See also: s. [[νειός]], auch [[νέος]].
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[plough up a fallow land]]<br />See also: s. [[νειός]], auch [[νέος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 18:10, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεάω Medium diacritics: νεάω Low diacritics: νεάω Capitals: ΝΕΑΩ
Transliteration A: neáō Transliteration B: neaō Transliteration C: neao Beta Code: nea/w

English (LSJ)

(νειός)

   A plough up, of fallow land, ἢν νεᾶν βούλησθε… τοὺς ἀγρούς Ar.Nu.1117: metaph., τὰν μέσαν νεῶν ἄρουραν (in music) Pratin.Lyr.5: abs., Eup.13, Thphr.CP3.20.7: aor. 1 subj. νεάσωσι ib.3.20.8:—Pass., νεωμένη (sc. γῆ) land ploughed up, after lying fallow, Hes.Op.462.

German (Pape)

[Seite 235] erneuern, bes. ein neues Land od. Brachland umpflügen, ἀγρούς, Ar. Nub. 1118; absol., Theophr.; νεωμένη, sc. γῆ, neu aufgebrochenes Brachland, Hes. O. 464.

Greek (Liddell-Scott)

νεάω: (νέος) ἀροτριῶ νέον ἀγρὸν ἢ πρὸς καιρὸν ἀφεθέντα ἀργόν, ἢν νεᾶν βούλησθε... τοὺς ἀγρούς, Λατ. agros novare, Ἀριστοφ. Νεφ. 1117· νεῶν ἄρουραν Πρατίν. 5· ἀπολ., Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 9, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 7: ἀόρ. α΄ ὑποτ. νεάσωσι αὐτόθι 8. - Παθ. νεωμένη (ἐξυπακ. γῆ) χωράφιον ἐκ νέου ἀροθέν, ἀφ’ οὗ ἐπί τινα καιρὸν ἔμεινεν ἀργόν, «νειάμα», Λατ. novale, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 460. Πρβλ. νεόω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
donner le premier labour à une terre en jachère.
Étymologie: νεός¹.

Greek Monotonic

νεάω: (νειός), μέλ. -άσω, οργώνω καινούριο, ακαλλιέργητο ως τώρα, χωράφι· λέγεται για χέρσα γη, Λατ. agros novare, σε Αριστοφ. — Παθ., νεωμένη (ενν. γῆ), γη που έχει οργωθεί εκ νέου, αφού για κάμποσο χρονικό διάστημα παρέμενε ακαλλιέργητη, Λατ. novale, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

νεάω: (только praes.) вздваивать пар, вторично вспахивать (ἀγρούς Arph.): νεωμένη (sc. γῆ) Hes. вздвоенный пар.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: plough up a fallow land
See also: s. νειός, auch νέος.

Middle Liddell

νεάω, fut. -άσω νέος
to plough up anew, of fallow land, Lat. agros novare, Ar.:—Pass., νεωμένη (sc. γῆ) land new-ploughed, Lat. novale, Hes.

Frisk Etymology German

νεάω: {neáō}
Meaning: ein Brachfeld bestellen, brachen
See also: s. νειός, auch νέος.
Page 2,297