μνήστειρα: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mnisteira
|Transliteration C=mnisteira
|Beta Code=mnh/steira
|Beta Code=mnh/steira
|Definition=Dor. μνάστ-, ἡ, fem. of <b class="b3">μνηστήρ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bride]], AP5.275 (Agath.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Adj. <b class="b2">mindful of</b>, Ἀφροδίτας μνάστειραν ὀπώραν <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>2.5</span>.</span>
|Definition=Dor. μνάστ-, ἡ, fem. of <b class="b3">μνηστήρ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bride]], AP5.275 (Agath.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Adj. [[mindful of]], Ἀφροδίτας μνάστειραν ὀπώραν <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>2.5</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:30, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνήστειρα Medium diacritics: μνήστειρα Low diacritics: μνήστειρα Capitals: ΜΝΗΣΤΕΙΡΑ
Transliteration A: mnḗsteira Transliteration B: mnēsteira Transliteration C: mnisteira Beta Code: mnh/steira

English (LSJ)

Dor. μνάστ-, ἡ, fem. of μνηστήρ,

   A bride, AP5.275 (Agath.).    II Adj. mindful of, Ἀφροδίτας μνάστειραν ὀπώραν Pi.I.2.5.

German (Pape)

[Seite 195] ἡ, die Erinnernde, Mahnende, adjectivisch gebraucht, ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν, der Liebe gedenkende Reise, Pind. I. 2, 5. – Bei Agath. 5 (V, 176) heißt so die Braut, um welche man wirbt.

Greek (Liddell-Scott)

μνήστειρα: Δωρ. μνάστ-, ἡ, θηλ. τοῦ μνηστήρ, μνηστή, νύμφη, Ἀνθ. Π. 5. 276. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἡ ἀναμιμνησκομένη τινός, ἐνθυμουμένη τι, Ἀφροδίτας μνάστειραν ὀπώραν Πινδ. 1. 2. 8· πρβλ. μνηστήρ. ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
1 qui se souvient de, gén.;
2 celle qu’on recherche en mariage, fiancée.
Étymologie: fém. de μνηστήρ.

Greek Monolingual

μνήστειρα και δωρ. τ. μνάστειρα, ἡ (Α)
1. γυναίκα την οποία ζητά κάποιος σε γάμο, αρραβωνιαστικιά, μνηστή
2. ως επίθ. αυτή που διατηρεί την ανάμνηση γεγονότος ή πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του μνηστήρ < θ. μνησ- (πρβλ. -μνησ-α, αόρ. του μνῶμαι) + επίθημα -τειρα (πρβλ. δότ-ειρα)].

Greek Monotonic

μνήστειρα: Δωρ. μνάστ-, ἡ, θηλ. του μνηστήρ, αυτή που έχει στο νου της, που σκέφτεται, με γεν., σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μνήστειρα:
I дор. μνάστειρα adj. f μνάομαι I] помнящая, не забывающая (Ἀφροδίτας μ. ὀπώρα Pind.).
IIμνάομαι II] (та), к которой сватаются или невеста Anth.

Middle Liddell

[fem. of μνηστήρ
mindful of, c. gen., Pind.