μήλειος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mileios
|Transliteration C=mileios
|Beta Code=mh/leios
|Beta Code=mh/leios
|Definition=ον, also α, ον, (<b class="b3">μῆλον</b> A) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[belonging to a sheep]], στέαρ <span class="bibl">Hp.<span class="title">Nat.Mul.</span>32</span>; κρέα <span class="bibl">Hdt.1.119</span>; <b class="b3">μ. φόνος</b> slaughter [[of sheep]], <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span> 92</span>; γάλα <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyc.</span>218</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (<b class="b3">μῆλον</b> B) <b class="b2">of the apple</b>, <b class="b3">σπέρματα, στύπος</b>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>238</span>, <span class="bibl">A.R.4.1401</span>.</span>
|Definition=ον, also α, ον, (<b class="b3">μῆλον</b> A) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[belonging to a sheep]], στέαρ <span class="bibl">Hp.<span class="title">Nat.Mul.</span>32</span>; κρέα <span class="bibl">Hdt.1.119</span>; <b class="b3">μ. φόνος</b> slaughter [[of sheep]], <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span> 92</span>; γάλα <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyc.</span>218</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (<b class="b3">μῆλον</b> B) [[of the apple]], <b class="b3">σπέρματα, στύπος</b>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>238</span>, <span class="bibl">A.R.4.1401</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:50, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήλειος Medium diacritics: μήλειος Low diacritics: μήλειος Capitals: ΜΗΛΕΙΟΣ
Transliteration A: mḗleios Transliteration B: mēleios Transliteration C: mileios Beta Code: mh/leios

English (LSJ)

ον, also α, ον, (μῆλον A)

   A of or belonging to a sheep, στέαρ Hp.Nat.Mul.32; κρέα Hdt.1.119; μ. φόνος slaughter of sheep, E.El. 92; γάλα Id.Cyc.218.    II (μῆλον B) of the apple, σπέρματα, στύπος, Nic.Al.238, A.R.4.1401.

German (Pape)

[Seite 172] 1) von Schaafen; γάλα, Eur. Cycl. 217; αἷμα μηλείου φόνου, El. 92; τράπεζαι ἐπίπλεαι μηλείων κρεῶν, Her. 1, 119. – 2) vom Apfelbaum; στύπ ος, Stamm des Apfelbaumes, Ap. Rh. 4, 1401; Nic. Al. 238.

Greek (Liddell-Scott)

μήλειος: -ον, καὶ α, ον, (μῆλον Α) ὁ ἀνήκων εἰς πρόβατον, πρόβειος, κρέα Ἡρόδ. 1. 119· μ. φόνος, σφαγὴ προβάτων, Εὐρ. Ἠλ. 92· γάλα ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 218. ΙΙ. (μῆλον Β), καρπὸς ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ μήλου, Νικ. Ἀλ. 238, Ἀπολλ. Ρόδ. Ε. 1401.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de mouton, de brebis.
Étymologie: μῆλον¹.

Greek Monolingual

(I)
-α, -ο (Α μήλειος, -ον, θηλ. και -εία)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηλιά ή προέρχεται από μηλιά («σπέρμασι μηλείοισι», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ειος (πρβλ. κάπν-ειος, σύκ-ειος)].
(II)
μήλειος, -ον, θηλ. και -εία (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο ή προέρχεται από πρόβατο, πρόβειος («μηλείων κρεῶν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + κατάλ. -ειος (πρβλ. λύγκ-ειος)].

Greek Monotonic

μήλειος: -ον, επίσης -α, -ον (μῆλον Α), αρνίσιος, κρέας, σε Ηρόδ.· μήλειος φόνος, σφαγή αρνιού, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μήλειος: овечий (γάλα Eur.): μήλεια κρέα Her. etc. баранина.

Middle Liddell

μήλειος, ον [μῆλον1]
of a sheep, κρέα Hdt.; μ. φόνος slaughter of sheep, Eur.