ξύλωμα: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(27)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksyloma
|Transliteration C=ksyloma
|Beta Code=cu/lwma
|Beta Code=cu/lwma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">piece of woodwork</b>, IG11(2).163<span class="title">A</span>20,29 (Delos, iii B.C.), 12 (2).14.9 (Mytil. ; <b class="b3">ξύλομα</b> lapis).</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[piece of woodwork]], IG11(2).163<span class="title">A</span>20,29 (Delos, iii B.C.), 12 (2).14.9 (Mytil. ; <b class="b3">ξύλομα</b> lapis).</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ξύλωμα]]) [[ξυλώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τμήμα]] του αγγειώδους συστήματος τών [[φυτών]], [[σύνθετος]] [[ιστός]] ο [[οποίος]] μεταφέρει [[νερό]] και ανόργανα [[άλατα]] εν διαλύσει από τις ρίζες στα υπόλοιπα μέρη του φυτού και παρέχει [[μηχανική]] [[υποστήριξη]] στον φυτικό οργανισμό<br /><b>αρχ.</b><br />[[τεμάχιο]] κατεργασμένου ξύλου.
|mltxt=το (Α [[ξύλωμα]]) [[ξυλώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τμήμα]] του αγγειώδους συστήματος τών [[φυτών]], [[σύνθετος]] [[ιστός]] ο [[οποίος]] μεταφέρει [[νερό]] και ανόργανα [[άλατα]] εν διαλύσει από τις ρίζες στα υπόλοιπα μέρη του φυτού και παρέχει [[μηχανική]] [[υποστήριξη]] στον φυτικό οργανισμό<br /><b>αρχ.</b><br />[[τεμάχιο]] κατεργασμένου ξύλου.
}}
}}

Revision as of 13:38, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλωμα Medium diacritics: ξύλωμα Low diacritics: ξύλωμα Capitals: ΞΥΛΩΜΑ
Transliteration A: xýlōma Transliteration B: xylōma Transliteration C: ksyloma Beta Code: cu/lwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A piece of woodwork, IG11(2).163A20,29 (Delos, iii B.C.), 12 (2).14.9 (Mytil. ; ξύλομα lapis).

Greek Monolingual

το (Α ξύλωμα) ξυλώ
νεοελλ.
τμήμα του αγγειώδους συστήματος τών φυτών, σύνθετος ιστός ο οποίος μεταφέρει νερό και ανόργανα άλατα εν διαλύσει από τις ρίζες στα υπόλοιπα μέρη του φυτού και παρέχει μηχανική υποστήριξη στον φυτικό οργανισμό
αρχ.
τεμάχιο κατεργασμένου ξύλου.