ἀνάελπτος: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(1a) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anaelptos | |Transliteration C=anaelptos | ||
|Beta Code=a)na/elptos | |Beta Code=a)na/elptos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[ἄελπτος]], | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[ἄελπτος]], [[unlooked for]], ἀνάελπτα παθόντες <span class="bibl">Hes. <span class="title">Th.</span>660</span>. (Prob. misspelt for <b class="b3">ἀν-έϝελπτος</b>.) </span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:58, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A = ἄελπτος, unlooked for, ἀνάελπτα παθόντες Hes. Th.660. (Prob. misspelt for ἀν-έϝελπτος.)
German (Pape)
[Seite 187] (vgl. ἀνάεδνος), unverhofft, unerwartet, Hes. Ih. 660; vgl. ἀν-.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάελπτος: -ον, ὡς τὸ ἄελπτος, ἀπροσδόκητος, ἀνάελπτα παθόντες Ἡσ. Θ. 660· (κυρίως ἀνάϝελπτος, ἴδε ἀνάεδνος).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inespéré.
Étymologie: ἀνά, ἔλπομαι.
Spanish (DGE)
-ον inesperado ἀνάελπτα παθόντες Hes.Th.660.
Greek Monolingual
ἀνάελπτος, -ον (Α)
ανέλπιστος, απροσδόκητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρημ. επίθ. σε -τος. Η λ. απαντά στον Ησύχιο. Για την ετυμολογία της ισχύει ό,τι και για το ομηρικό ἀνάεδνος. Κατά μία άποψη, ἀνάελπτος < ἀνα- στερ. + ἔλπομαι «ελπίζω, προσδοκώ». Κατ’ άλλη άποψη, ο τ. ἀνάελπτος αποτελεί εσφαλμένη απόδοση ή παραλλαγή του τ. ἀνέελπτος < ἀν-έF-ελπτος < ἀν- στερ. + ἐέλπομαι, αναλογικά προς τα σύνθετα με την πρόθεση ἀνά-. Κατά τρίτη τέλος άποψη, ἀνάελπτος < ἀ-προθεμ. + ἄελπτος < ἀ- στερ. + ἔλπομαι (πρβλ. ἀνάεδνος)].
Greek Monotonic
ἀνάελπτος: -ον (ἔλπομαι), απροσδόκητος, αναπάντεχος, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάελπτος: неожиданный (ἀνάελπτα παθόντες Hes.).
Middle Liddell
[ἔλπομαι]
unlooked for, Hes.