ἄπλευστος: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aplefstos | |Transliteration C=aplefstos | ||
|Beta Code=a)/pleustos | |Beta Code=a)/pleustos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[not navigated]]: <b class="b3">τὸ ἄ</b>. part of the sea | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[not navigated]]: <b class="b3">τὸ ἄ</b>. part of the sea [[not yet navigated]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.1.16</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:35, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A not navigated: τὸ ἄ. part of the sea not yet navigated, X.Cyr.6.1.16.
German (Pape)
[Seite 292] noch nicht von Schiffen befahren, Ggstz πεπλευσμένον Xen. Cyr. 5, 1, 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l’on n’a pas encore navigué.
Étymologie: ἀ, πλέω.
Spanish (DGE)
-ον
nunca navegado τὸ ἄ. el mar nunca navegado X.Cyr.6.1.16.
Greek Monolingual
ἄπλευστος, -ον (Α)
εκείνος στον οποίο δεν μπορεί να πλεύσει κανείς.
Greek Monotonic
ἄπλευστος: -ον (πλέω), αυτός που δεν είναι πλωτός, δεν είναι δυνατόν να τον διαπλεύσει κάποιος, ή αυτός που δεν έχει διαπλευσθεί· τὸ ἄπλευστον, το μέρος της θάλασσας που δεν έχει διαπλευθεί ακόμη, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἄπλευστος: не пройденный кораблем (sc. πέλαγος Xen.).
Middle Liddell
πλέω
not navigated: τὸ ἄπλ. a part of the sea not yet navigated, Xen.