ἀργηστής: Difference between revisions
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
(CSV import) |
|||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀργηστής:''' Aesch., Theocr. = [[ἀργής]]. | |elrutext='''ἀργηστής:''' Aesch., Theocr. = [[ἀργής]]. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=(see also: [[ἀργής]]) [[bright]] | |||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 4 July 2020
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = ἀργής, glancing, flashing, πτηνὸς ἀ. ὄφις, of an arrow, A.Eu.181. 2 white, ἀφρός Id.Th.60; κύκνοι Theoc.25.131.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργηστής: -οῦ, ὁ, = ἀργὴς ἢ ἀργήεις, ἀπαστράπτων, ὁ παλλόμενος, πτηνὸς ἀργ. ὄφις Αἰσχύλ. Εὐμ. 181. 2) λευκός, ἀφρὸς ὁ αὐτ. Θήβ. 60· κύκνοι Θεόκρ. 25. 131.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
1 blanc;
2 brillant.
Étymologie: cf. ἀργής et ἀργήεις.
Spanish (DGE)
-οῦ
adj. brillante, blanco πτηνὸς ἀ. ὄφις de una flecha, A.Eu.181
•blanco ἀφρός A.Th.60, κύκνοι Theoc.25.131, μηλοβότοι πρῶνες ἀργησταί cumbres blanquecinas apacentadoras de ovejas B.5.67.
Greek Monolingual
ἀργηστής, ο (Α)
αστραφτερός, λαμπερός, λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργής, με επίθημα -στής. Ο τ. ανήκει σε μια ομάδα παράγωγων λέξεων της μεθομηρικής Ιωνικής σε -ηστής (πρβλ. τευχηστής, ερπηστής κ.ά.). Ενδεχόμενη επίδραση της λ. ωμηστής στον τ. είναι αμφίβολη].
Greek Monotonic
ἀργηστής: -οῦ, ὁ, = ἀργῆς, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀργηστής: Aesch., Theocr. = ἀργής.