ἐξωμίς: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐξ-ωμίς, ίδος [[ὦμος]]<br />a man's [[vest]] without sleeves, leaving [[both]] shoulders [[bare]], or with one [[sleeve]], leaving one [[shoulder]] [[bare]], Ar., Xen.
|mdlsjtxt=ἐξ-ωμίς, ίδος [[ὦμος]]<br />a man's [[vest]] without sleeves, leaving [[both]] shoulders [[bare]], or with one [[sleeve]], leaving one [[shoulder]] [[bare]], Ar., Xen.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[a tunic without sleeves]]
}}
}}

Revision as of 15:13, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξωμίς Medium diacritics: ἐξωμίς Low diacritics: εξωμίς Capitals: ΕΞΩΜΙΣ
Transliteration A: exōmís Transliteration B: exōmis Transliteration C: eksomis Beta Code: e)cwmi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (ὦμος)

   A = χιτὼν ἑτερομάσχαλος, tunic with one sleeve, leaving one shoulder bare, worn by slaves and the poor, Id.V.444 (cf. Sch.ad loc.), Lys.662, X.Mem. 2.7.5, etc.; by Laconizers, Ael.VH9.34; by Cynics, S.E.P.1.153; by the rich when not on ceremony, Suid. s.v.; by women, Ar.Fr.8; at Rome, sleeveless tunic, Plu.Cat.Ma.3, Gell.6(7).12.3.

German (Pape)

[Seite 891] ίδος, ἡ, ein einfaches Oberkleid od. Unterkleid (vgl. Hesych.) mit keinem, oder nach Schol. Ar. Vesp. 444 mit Einem Aermel (ἑτερομάσχαλα καὶ δουλικὰ ἱμάτια), das Sklaven u. ärmere Bürger trugen, Ar. Eccl. 662. 1021 (nach Suid. εὐτελὴς χιτὼν ἐλευθέριος οὐκ ἐπισκεπάζων τοὺς βραχίονας; nach Poll. 4, 118 λευκὸς ἄσημος κατὰ τὴν ἀριστερὰν πλευρὰν ῥαφὴν οὐκ ἔχων); auch Lacedämonier, Ael. V. H. 9, 34, u. Einfachheit affectirende Cyniker, Sext. Emp. Pyrrh. 1, 153. Bei den Römern nach Gell. 7, 12 tunica substricta et brevis citra humerum desinens; Plut. Cat. mai. 3 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξωμίς: -ίδος, ἡ, (ὦμος) ἀνδρικὸν ἔνδυμα ἄνευ χειρίδων, ὥστε ὁ φορῶν αὐτὸ εἶχεν ἀμφοτέρους τοὺς βραχίονας γυμνοὺς μέχρι τῶν ὤμων (A. Gell. 7. 12), ἢ κατὰ τὸν Σχολ. (εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 444) «ἱμάτια δουλικὰ καὶ ἑτερομάσχαλα», ἔχοντα δηλ. τὴν μίαν μασχάλην ἀνοικτήν· διφθερῶν κἀξωμίδων Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 7, 5, κτλ.· τὸ σύνηθες ἔνδυμα τῶν πτωχοτέρων τάξεων καὶ τῶν δούλων, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Λυσ. 662, 1021· περιτυχὼν Λακεδαιμονίοις (ὁ Διογένης) ἐν ἐξωμίσι φαύλαις καὶ ῥυπώσαις ‘ἄλλος’ εἶπεν ‘οὗτος τῦφος’ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 34· ἔνδυμα τῶν κυνικῶν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 153· κατὰ Σουΐδαν: «ἐξωμίς, Ἀττικὸν λεξείδιον· σημαίνει δὲ χιτῶνα ἐλευθέριον, οὐκ ἐπισκεπάζοντα τοὺς βραχίονας»· ἐφόρουν προσέτι αὐτὴν καὶ γυναῖκες, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 114. - Κατὰ τὸν Ἡσύχ. «ἐξωμίς· χιτὼν ὁμοῦ καὶ ἱμάτιον· τὴν γὰρ ἑκατέρου χρείαν παρεῖχεν· καὶ χιτῶνος μὲν διὰ τὸ ζώννυσθαι ἱματίου δὲ ὅτι τὸ ἕτερον μέρος ἀνεβάλλετο, παρ’ ὃ καὶ κωμικοὶ ὁτὲ μὲν ‘ἔνδυθι’, ὁτὲ δὲ ‘περιβαλοῦ’». - Κατὰ δὲ Πολυδ. (Δ΄, 118) «κωμικὴ δὲ ἐσθὴς ἐξωμίς· ἔστι δὲ χιτὼν λευκὸς ἄσημος, κατὰ τὴν ἀριστερὰν πλευρὰν ῥαφὴν οὐκ ἔχων, ἄγναπτος». - Κατὰ δὲ τὸ Λεξικὸν Φωτίου ἐν λ. ἑτερομάσχαλος: «χιτὼν δουλικός, ἣν ἐξωμίδα λέγουσιν». - Ἴδε τὰς λέξ. ἐπωμίς, χειριδωτός.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 tunique à une manche, que portaient surtout les esclaves ou le bas peuple;
2 à Rome tunique sans manches.
Étymologie: ἐξ, ὦμος.

Greek Monolingual

ἐξωμίς (AM)
1. ένδυμα χωρίς μανίκια που άφηνε τα χέρια ακάλυπτα ώς τους ώμους
2. ένδυμα που φοριούνταν έτσι ώστε να μένει ακάλυπτος ο ένας ώμος.

Greek Monotonic

ἐξωμίς: -ίδος, ἡ (ὦμος), ανδρικό ένδυμα χωρίς μανίκια, το οποίο αφήνει και τους δύο ώμους γυμνούς ή έχει ένα μανίκι, που αφήνει γυμνό μόνο τον έναν ώμο, σε Αριστοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐξωμίς: ίδος ἡ эксомида (греческая туника, оставлявшая открытыми правое плечо и правую руку; одежда рабов, ремесленников Arph., Sext.; в Риме - туника без рукавов Plut.).

Middle Liddell

ἐξ-ωμίς, ίδος ὦμος
a man's vest without sleeves, leaving both shoulders bare, or with one sleeve, leaving one shoulder bare, Ar., Xen.

English (Woodhouse)

a tunic without sleeves

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)