πάνσοφος: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πάν-σοφος, ανδ πάσ-σοφος, ον,<br />all-[[wise]], Eur., Plat. | |mdlsjtxt=πάν-σοφος, ανδ πάσ-σοφος, ον,<br />all-[[wise]], Eur., Plat. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[very clever]], [[very wise]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 4 July 2020
English (LSJ)
ον,
A most clever, π. κρότημα, of Odysseus, S.Fr.913; εὕρημα E.HF188; τὸ π. ὄνομα A. Supp.320; τὸν πάνσοφον ἀριθμὸν εὕρηκ' ἔξοχον σοφισμάτων Trag.Adesp.470.3:—also πάσσοφος, as in the best codd. of Pl.Prt.315e, Tht.149d, al., IG12(5).891.4 (Tenos). Adv. -φως Pl.Com.(?) 269 (= ip.196 Meineke), Steph.in Hp.1.92 D.
German (Pape)
[Seite 462] auch πάσσοφος geschrieben, ganz weise, allweise; Eur. Herc. Fur. 188; Plat. Rep. X, 598 d u. öfter; Sp., auch adv., Poll. 4, 23.
Greek (Liddell-Scott)
πάνσοφος: -ον, ὁ πάνυ σοφός, ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Σοφ. Ἀποσπάσμ. 784˙ εὕρημα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 188˙ τὸ π. ὄνομα Αἰσχύλ˙ Ἱκέτ. 319˙ ὡσαύτως φέρεται πάσσοφος, ἐν τοῖς ἀρίστοις Ἀντιγράφοις τοῦ Πρωταγ. 315Ε, Πολ. 598D, Θεαιτ. 149D, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -φως, Πλάτ. Κωμ. (;) ἐν Meineke 1, σ. 196.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait sage.
Étymologie: πᾶν, σοφός.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο / πάνσοφος, -ον, Α και πάσσοφος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που γνωρίζει τα πάντα παντογνώστης («πάσσοφος γὰρ μοι δοκεῑ ἀνήρ εἶναι καὶ θεῑος», Πλατ.)
νεοελλ.
(το αρσ. ως κύριο όν.) ο Πάνσοφος
μία από τις προσωνυμίες του Θεού. Επιρρ. πανσόφως και πάνσοφα ΝΜΑ
με μεγάλη σοφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + σοφος].
Greek Monotonic
πάνσοφος: και πάσ-σοφος, -ον, πάρα πολύ σοφός, σε Ευρ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
πάνσοφος: v. l. πάσσοφος 2
1) чрезвычайно мудрый, мудрейший, хитроумнейший (Ὀδυσσεύς Soph.; εὕρημα Eur.; δόγμα Plut.);
2) принадлежащий мудрецу (ὄνομα Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάνσοφος -ον ook πάσσοφος [πᾶς, σοφός] zeer wijs.
Middle Liddell
πάν-σοφος, ανδ πάσ-σοφος, ον,
all-wise, Eur., Plat.