σπάρτη: Difference between revisions
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sparti | |Transliteration C=sparti | ||
|Beta Code=spa/rth | |Beta Code=spa/rth | ||
|Definition=ἡ,= | |Definition=ἡ,= [[σπάρτον]], <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[rope]] or [[cord]] (v. <b class="b3">σπάρτος, ὁ</b>), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>815</span> (with a play upon <span class="title">Sparta</span>), cf. <span class="bibl">Cratin.110</span>; <b class="b3">μαντεύεσθαι . . τῇ τῶν σπαρτῶν διατάσει</b> dub. l. in <span class="bibl">Alciphr.2.4.15</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> = [[σπαρτίον]] <span class="bibl">111</span>, Gal.12.129. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[στάθμη]], [[plumbline]], Hsch.: cf. σπάρτος <span class="bibl">11.2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:20, 7 July 2020
English (LSJ)
ἡ,= σπάρτον,
A rope or cord (v. σπάρτος, ὁ), Ar.Av.815 (with a play upon Sparta), cf. Cratin.110; μαντεύεσθαι . . τῇ τῶν σπαρτῶν διατάσει dub. l. in Alciphr.2.4.15. 2 = σπαρτίον 111, Gal.12.129. II = στάθμη, plumbline, Hsch.: cf. σπάρτος 11.2.
German (Pape)
[Seite 917] ἡ, 1) ein (bes. ein von σπάρτος gedrehter) Strick, Alciphr. 2, 4 u. a. Sp. – 2) wie στάθμη, die Richtschnur oder Schmitze der Zimmerleute und Maurer; Cratin. bei Poll. 10, 186; Hesych. – Vgl. σπάρτος.
Greek (Liddell-Scott)
σπάρτη: ἡ, = σπάρτον, σχοινίον ἐκ σπάρτου (ἴδε σπαρτός, 0), Ἀριστοφ. Ὄρν. 815 (μετ’ ἀστείας παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως Σπάρτη), πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Νεμέσει» 9, καὶ αὐτόθι Meineke. II. ὡς τὸ στάθμη, τὸ σχοινίον δι’ οὗ ὁρίζεται ἡ κάθετος, Ἡσύχ., πρβλ. Ἀλκίφρονα 2. 4, 15· πρβλ. σπάρτος.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
corde tressée avec du genêt.
Étymologie: σπάρτος.
Spanish
Greek Monolingual
η, ΜΑ
1. σχοινί από σπάρτο
2. το νήμα της στάθμης
αρχ.
είδος καλλωπιστικού φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σπάρτον, με αλλαγή γένους, κατά τα θηλ. Η λ. δεν απαντά συχνά και χρησιμοποιείται από τον Αριστοφάνη με λογοπαίγνιο προς τη Σπάρτη].
Greek Monotonic
σπάρτη: ἡ, = σπάρτον, σε Αριστοφ. (λογοπαίγνιο με τη λέξη Σπάρτη).
Russian (Dvoretsky)
σπάρτη: ἡ жгут из дрока Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπάρτη -ης, ἡ [σπάρτον] touw.