στόρνη: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
(38)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=storni
|Transliteration C=storni
|Beta Code=sto/rnh
|Beta Code=sto/rnh
|Definition=ἡ,= <b class="b3">ζώνη</b>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Hec.</span>1.1.15</span> (cf. Suid.), Lyc.1330.
|Definition=ἡ,= [[ζώνη]], <span class="bibl">Call.<span class="title">Hec.</span>1.1.15</span> (cf. Suid.), Lyc.1330.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:35, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόρνη Medium diacritics: στόρνη Low diacritics: στόρνη Capitals: ΣΤΟΡΝΗ
Transliteration A: stórnē Transliteration B: stornē Transliteration C: storni Beta Code: sto/rnh

English (LSJ)

ἡ,= ζώνη, Call.Hec.1.1.15 (cf. Suid.), Lyc.1330.

German (Pape)

[Seite 949] ἡ, = ζώνη, Lycophr. 1330.

Greek (Liddell-Scott)

στόρνη: ἡ, = ζώνη, Καλλ. Ἀποσπ. 1330, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα στορ- του στόρνυμι (βλ. λ. στρώνω) με επίθημα -νη (πρβλ. φερ-νή) και συνδέεται με το αρχ. σλαβ. strana και το ρωσ. storona «μέρος, τόπος, πλευρά»].