τράγειος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trageios
|Transliteration C=trageios
|Beta Code=tra/geios
|Beta Code=tra/geios
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], α, ον,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τράγεος]], [[of]] or <b class="b2">from a he-goat</b>, <b class="b3">κρέα, κρέας</b>, Gal. 6.486, <span class="bibl">Philostr. <span class="title">Gym.</span>43</span>; στέαρ Dsc.2.76.18; αἷμα <span class="bibl"><span class="title">PHolm.</span>7.30</span> (<b class="b3">-ιον</b> Pap.), <span class="bibl">10.6</span>; <b class="b3">ἡ τραγείη</b> (sc. <b class="b3">δορά</b>) [[a goat's skin]], <span class="bibl">Theoc.5.51</span>.</span>
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], α, ον,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τράγεος]], [[of]] or <b class="b2">from a he-goat</b>, <b class="b3">κρέα, κρέας</b>, Gal. 6.486, <span class="bibl">Philostr. <span class="title">Gym.</span>43</span>; στέαρ Dsc.2.76.18; αἷμα <span class="bibl"><span class="title">PHolm.</span>7.30</span> (<b class="b3">-ιον</b> Pap.), <span class="bibl">10.6</span>; <b class="b3">ἡ τραγείη</b> (sc. [[δορά]]) [[a goat's skin]], <span class="bibl">Theoc.5.51</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:10, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τράγειος Medium diacritics: τράγειος Low diacritics: τράγειος Capitals: ΤΡΑΓΕΙΟΣ
Transliteration A: trágeios Transliteration B: trageios Transliteration C: trageios Beta Code: tra/geios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον,

   A = τράγεος, of or from a he-goat, κρέα, κρέας, Gal. 6.486, Philostr. Gym.43; στέαρ Dsc.2.76.18; αἷμα PHolm.7.30 (-ιον Pap.), 10.6; ἡ τραγείη (sc. δορά) a goat's skin, Theoc.5.51.

German (Pape)

[Seite 1132] vom Bocke, ihm gehörig; ἡ τραγείη, sc. δορά, Bocksfell, Theocr. 5, 51, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

τράγειος: [ᾰ], -α, -ον, ὡς τὸ τράγεος, ὁ τοῦ τράγου, τραγήσιος, τῶν κρεῶν τὰ βόειά τε καὶ ταύρεια καὶ τράγεια Φιλοστρ. Γυμναστ. σελ. 4 Kayser, Κλήμ. Ἀλεξ. 850· ἡ τραγείη (ἐξυπακ. δορά), δέρμα τράγου, Θεόκρ. 5. 51.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de bouc ; ἡ τραγείη (δορά) peau de bouc.
Étymologie: τράγος.

Greek Monolingual

-α, -ο / τράγειος, -εῑα, -ον, ΝΜΑ, και τράγιος, -(ί)α, -ον ΝΜ, και τράγεος, -έα, -ον και ιων. τ. θηλ. τραγείη και τ. ουδ. τραγεῖον, Α τράγος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τράγο ή προέρχεται από τράγο, τραγήσιος (α. «τράγιο κρέας» β. «τῶν κρεῶν τὰ βόειά τε καὶ ταύρεια καὶ τράγεια», Φιλόστρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το τράγιο
α) το φυτό ανδρόσαιμο
β) το φυτό γλυκάνισο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. κρέας τράγου
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. (ενν. δορὰ) δέρμα τράγου
2. το ουδ. ως ουσ. (στην Κρήτη) είδος υπερείκου που ευδοκιμεί το φθινόπωρο και το οποίο αποπνέει οσμή τράγου.

Greek Monotonic

τράγειος: -α, -ον (τράγος), τραγίσιος, αυτός που προέρχεται από τράγο· ἡτραγείη (ενν. δορά), το δέρμα τράγου, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

τράγειος, η, ον τράγος
of or from a he-goat: ὁ τραγείη (sc. δορά) a goat's skin, Theocr.