πολιστής: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολιστής''': -οῦ, ὁ, ([[πολίζω]]) ὁ [[οἰκιστής]], θεμελιωτὴς πόλεως, [[λέξις]] ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τοῦ [[Πολυδ]]. Θ΄, 6, «[[οἰκιστής]], οἰκίζων, πολίζων, οὐ μὴν καὶ πολιστὴς καὶ κτίζων καὶ [[κτίστης]]»· ἀλλ’ [[ἴσως]] πρέπει καὶ νὰ ἀποκατασταθῇ (ἀντὶ τοῦ πλείστοις) ἐν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 1, 5, πρβλ. Στράβ. 296.
|lstext='''πολιστής''': -οῦ, ὁ, ([[πολίζω]]) ὁ [[οἰκιστής]], θεμελιωτὴς πόλεως, [[λέξις]] ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Θ΄, 6, «[[οἰκιστής]], οἰκίζων, πολίζων, οὐ μὴν καὶ πολιστὴς καὶ κτίζων καὶ [[κτίστης]]»· ἀλλ’ [[ἴσως]] πρέπει καὶ νὰ ἀποκατασταθῇ (ἀντὶ τοῦ πλείστοις) ἐν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 1, 5, πρβλ. Στράβ. 296.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[πολίζω]]<br />[[ιδρυτής]] πόλης.
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[πολίζω]]<br />[[ιδρυτής]] πόλης.
}}
}}

Revision as of 20:55, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολιστής Medium diacritics: πολιστής Low diacritics: πολιστής Capitals: ΠΟΛΙΣΤΗΣ
Transliteration A: polistḗs Transliteration B: polistēs Transliteration C: polistis Beta Code: polisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, (πολίζω)

   A founder of a city, rejected by Poll.9.6.

German (Pape)

[Seite 656] ὁ, der Erbauer einer Stadt; Eur. frg. bei Lycurg. 24; Ios.

Greek (Liddell-Scott)

πολιστής: -οῦ, ὁ, (πολίζω) ὁ οἰκιστής, θεμελιωτὴς πόλεως, λέξις ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Θ΄, 6, «οἰκιστής, οἰκίζων, πολίζων, οὐ μὴν καὶ πολιστὴς καὶ κτίζων καὶ κτίστης»· ἀλλ’ ἴσως πρέπει καὶ νὰ ἀποκατασταθῇ (ἀντὶ τοῦ πλείστοις) ἐν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 1, 5, πρβλ. Στράβ. 296.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ πολίζω
ιδρυτής πόλης.